Η ευωδιά της Αθήνας – Ξύστε και μυρίστε

Η πόλη που ζούμε και αναπνέουμε βγήκε πρώτη και καλύτερη ανάμεσα στις πιο εύοσμες γειτονιές του κόσμου θυμίζοντας εκείνες τις Mum ρετρό καρδούλες, τις οποίες έπρεπε να γρατζουνίσεις με το νύχι σου για να αναδυθούν τα φυλακισμένα αρώματα.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Η πρώτη προϋπόθεση για την κατανόηση μιας ξένης χώρας είναι να τη μυρίσεις» σχολίαζε ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Δεδομένης της ιστορικής πληροφορίας ότι ο Βρετανός διηγηματογράφος, ποιητής και μυθιστοριογράφο έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως αποικιοκράτης, ιμπεριαλιστής, ρατσιστής, μισογύνης, πολεμοκάπηλος -αν και ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι οι απόψεις του ήταν πιο περίπλοκες από ό,τι του αναγνωρίζεται- και σε κάποιο βαθμό ήταν πραγματικά όλα αυτά, είναι πολύ πιθανό ο Βρετανός Κίπλινγκ να μην εστίαζε στις μοσχοβολιές μιας ξένης χώρας αλλά στις δυσοσμίες της.

Υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη ότι οι πόλεις βρωμάνε και ζέχνουν ενώ η εξοχή μοιάζει μονίμως ψεκασμένη με Chanel No5. Οι άνθρωποι, τα σκουπίδια, τα υπόγεια λύματα, τα καυσαέρια παίζουν τον ρόλο τους ώστε τα μεγάλα αστικά κέντρα να φαντάζουν σαν καλοντυμένες, στιλάτες χαβούζες. Η μπόχα έχει πολλά πρόσωπα, όμως. Το ίδιο και τα σμύρνα.

Η Αθήνα δεν αποκαλύπτεται στον ταξιδιώτη εύκολα, αλλά η μυρωδιά της είναι ικανή να του τρυπήσει τα ρουθούνια.

Μια πρόσφατη μελέτη της σουηδικής εταιρίας υποκατάστατων καπνού, HAYPP, έριξε φως σε αυτή την παραγνωρισμένη αλλά κυρίαρχη πτυχή της αστικής ζωής, αναλύοντας λεπτομερώς τριάντα μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη (αλλά και εκτός αυτής) για να βρει ποια είναι η πιο παρφουμαρισμένη από όλες.

Οι ερευνητές εξέτασαν παράγοντες όπως η καθαριότητα και το ποσοστό των ανθοπωλείων, των αρτοποιείων και των αρωματοπωλείων για να δώσουν σε κάθε πόλη μια «βαθμολογία ειδικής μυρωδιάς».

Η πόλη που βρέθηκε στην κορυφή του πίνακα ήταν η Αθήνα, η διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. Η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η πόλη με την καλύτερη μυρωδιά στον κόσμο -τελεία και παύλα.

 

«Φανταστείτε το: πολυσύχναστες λαϊκές αγορές, το άρωμα των φρέσκων προϊόντων, των βοτάνων και των ελληνικών λιχουδιών που τσιγαρίζουν, να πλανάται στον αέρα. Η Αθήνα είναι μια πανδαισία για τις αισθήσεις, βαθμολογούμενη με 8,3 στα 10 στο οσφρητικόμετρο. Από την καυτή τυρόπιτα μέχρι τον γλυκό μπακλαβά, οι φούρνοι της πόλης προσφέρουν σοβαρή ικανοποίηση από τις μυρωδιές» γράφει το timeout.com και συνεχίζει:

Δεν τραγουδούσε τυχαία ο Λουκιανός Κηλιαδόνης «μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά».

«Η Αθήνα είναι επίσης ένας ανθοκομικός παράδεισος, καθώς διαθέτει 31 ανθοπωλεία και 22 αρωματοπωλεία ανά 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα, πράγμα που σημαίνει ότι ένα φίνο, λεπτό άρωμα πλανιέται σε κάθε γωνιά της πόλης. Η δέσμευση της πόλης στην καθαριότητα αντικατοπτρίζεται επίσης στον Δείκτη Περιβαλλοντικής Απόδοσης, ο οποίος λαμβάνει βαθμολογία 56,2. Έτσι, την επόμενη φορά που θα σχεδιάσετε ένα ταξίδι, μην ακολουθήσετε την καρδιά σας – ακολουθήστε τη μύτη σας» προτείνει τελικά το διεθνής τουριστικός οδηγός μιας και βρισκόμαστε στον προθάλαμο για τη μεγάλη φιέστα που λέγεται «ελληνικό καλοκαίρι» -μια φιέστα που τα έχει όλα: καλοπέραση, κέφια, χορούς, πανηγύρια, μεθυσμένους και ασούρωτους, διακοπιστές και ταξιδιώτες, άνετους και ταλαίπωρους, αλλά κάθε χρόνο χάνει και λίγο από τον αλλοτινό, ζαμανφού, μποέμικο και ανέμελο χαρακτήρα του, γίνεται πιο ινσταγραμικό, ακριβό, άνευρο, προκάτ, σοβαροφανές και -το κυρίοτερο- χωρίς τοπικό χρώμα.

Για μας όμως, που ξέρουμε, για τους Αθηναίους που αγαπάμε τρελά αυτή την πόλη, με τα χίλια βάσανά της και τη γλύκα της, τίποτα δε μπορεί να συγκριθεί με τη μυρωδιά της φρεσκοψημένης ζύμης του Λομποτέση διασχίζοντας την οδό Βουλής ή την οπτικοσφρητική ανάσα που χαρίσουν οι σεφερικές μοβ τζακαράντες κατά μήκος του πεζόδρομου που οδηγεί στο Ζάππειο Μέγαρο.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε έτσι για την ιστορία, ότι το Παρίσι, με τη ρομαντική ατμόσφαιρα και τα κομψά βουλεβάρτα του εξασφάλισε τη δεύτερη θέση, ενώ την πρώτη τριάδα συμπληρώνει η Ζυρίχη, που φημίζεται για την καθαριότητα, την ωρολογοποιία της και το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα.

Οι μυρωδιές είναι τα κρυφά ελιξίρια στο εργοστάσιο των αισθήσεων. Κατευθύνονται απευθείας στα συναισθηματικά τμήματα του εγκεφάλου, παρακάμπτοντας τον ορθολογισμό. Οι αναμνήσεις που προκαλούν οι οσμές είναι καθηλωτικές, τρισδιάστατες και οικείες. Οι αρωματοποιοί, από την άλλη, χωρίζουν τα αρώματα σε οικογένειες, όπως εμείς κατηγοριοποιούμε τα βιβλία σε είδη.

«Η υγρασία σέρνεται πάνω στην άσφαλτο, την κάνει και λαμποκοπά· κατρεφτίζει τα ηλεκτρικά, θαμπώνει τα τζάμια στις βιτρίνες και τα ματογυάλια τούτης της δασκαλίτσας που κοντοστάθηκε για να τα καθαρίσει. Σέρνεται πάνω στην άσφαλτο μαζί με τις ξινές μυρωδιές του καλοκαιριού, που έβρασε και τώρα ξεθυμαίνει.

»Χνουδωτό ξανθοκόκκινο άρωμα των φρούτων. Ένα μπακάλικο μυρίζει παστρουμά ανυπόφορα. Οι ντομάτες σαπίσανε στο μανάβικο. Πηχτή, επιθετική και κρύα είναι η μπόχα που βγαίνει από κάτω από το σιδερένιο ρουλό του χασάπη» γράφει ο Στρατής Τσίρκας στο διήγημά του «Σε καιρό και σε Τόπο», το 1946.

«Την άνοιξη, στο τέλος της ημέρας, θα πρέπει να μυρίζεις χώμα» – Μάργκαρετ Άτγουντ

«Η Λουιζιάνα τον Σεπτέμβριο ήταν σαν ένα αισχρό τηλεφώνημα από τη φύση. Ο αέρας – υγρός, αποπνικτικός, μυστικοπαθής και κάθε άλλο παρά φρέσκος- φαινόταν σαν να εκπνέεται μέσα στο πρόσωπό σου. Μερικές φορές ακουγόταν ακόμα και σαν βαριά αναπνοή. Το αγιόκλημα, τα λουλούδια του βάλτου, η μανόλια και η μυστηριώδης μυρωδιά του ποταμού μύριζαν την ατμόσφαιρα, ενισχύοντας την εισβολή της οργανικής αθλιότητας. Ήταν αφροδισιακή και καταπιεστική, απαλή και βίαιη ταυτόχρονα.

»Στη Νέα Ορλεάνη, στη Γαλλική Συνοικία, μίλια μακριά από τους γαβγίζοντες πνεύμονες των αλιγάτορων, ο αέρας διατηρούσε αυτή την ποιότητα της αναπνοής, αν και εδώ απέκτησε μια απόχρωση μεταλλικής κακοσμίας, λόγω των αναθυμιάσεων που απέπνεαν τα τουριστικά λεωφορεία, τα φορτηγά που παρέδιδαν μπύρα Dixie και, στην οδό Decatur, ένα λεωφορείο μαζικής μεταφοράς με το όνομα» παρατηρεί ο Τομ Ρόμπινς στο μυθιστόρημά του, το «Άρωμα του Ονείρου» ενώ χιλιάδες χρόνια πριν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος παρατηρεί: «Αν όλα τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν καπνός, οι μύτες θα τα ξεχώριζαν».

Ίσως, τελικά, καμία ευωδία δεν συγκρίνεται με τη ζωογόνα οσμή που αναδύεται από το έδαφος όταν πέφτουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής -ο γνωστός αρχαϊκός πετριχώρ. Η ετυμολογία της λέξης προκύπτει από τον συνδυασμό των ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ, όπου κατά την ελληνική μυθολογία ο ιχώρ ήταν το χρυσό υγρό που έρεε στις φλέβες των θεών αντί αίματος.

Επιμύθιο: Για μένα που είμαι νότια, γέννημα θρέμμα, η μυρωδιά του μπάτη είναι το υπέρτατο δώρο –έτσι μυρίζει η δική μου Αθήνα.

*Πηγή φωτογραφιών: unsplash.com

SHARE THE STORY

Exit mobile version