Από τα οικονομικά στη σκηνή, από τη Σκωτία στην Ελλάδα, αυτή η γυναίκα μπορεί να κάνει με επιτυχία όλα όσα πρέπει ή επιθυμεί.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΛΑΝΙΔΗΣ

Η Αμαλία Καβάλη, τη φετινή τηλεοπτική σεζόν, συστήνεται στο κοινό ως Στέλλα Πετράτου στη δραματική σειρά του MEGA «Το Ναυάγιο». Η σειρά βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, έχει την υπογραφή του σκηνοθέτη Γιάννη Χαριτίδη και του σεναριογράφου Γιώργου Κόκουβα. Παράλληλα, εμφανίζεται στην παράσταση «Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε» στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και από τις 26 Ιανουαρίου θα πρωταγωνιστεί στη θεατρική παράσταση «Ο άντρας μου» της Ρούμενα Μπουζάροφσκα σε σκηνοθεσία Μ. Μαγκανάρη στο Θέατρο Θησείον. Η ερμηνεία της κάθε φορά σε μαγνητίζει, και αν αυτό ακούγεται κοινότοπο, δοκιμάστε να μην πάρετε τα μάτια σας από πάνω της σε μια παράσταση. Η δύναμή της είναι εκεί, σταθερά, η δύναμη της ψυχής της και της καρδιάς μεταφέρεται στα μάτια, την κίνηση, τη φωνή.

Δεν είναι ένα βραβείο με το οποίο τιμήθηκε (Μελίνα Μερκούρη 2021-22), δεν είναι το χάρισμά της, δεν είναι οι ανεξάντλητες δυνατότητές της. Είναι η αποφασιστικότητα και η πυγμή της για τα πράγματα. Ακούς τη φωνή της και νιώθεις μια γροθιά. Είμαι σίγουρη πως δεν υπάρχει κάτι που αν το βάλει στον νου της, δεν θα το καταφέρει.

Μια βέρα Κρητικιά λοιπόν;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη και θυμάμαι από μικρή να ονειρεύομαι να γίνω ηθοποιός. Μου άρεσε πάρα πολύ να πηγαίνω στα θερινά σινεμά που είχαμε κοντά στο σπίτι μου – στον γυρισμό για το σπίτι με τα πόδια, σκεφτόμουν διαρκώς την ταινία που είχα δει. Δεν ήταν τόσο το κομμάτι της εικόνας που με τραβούσε αλλά το γεγονός ότι αγαπάω πολύ τις αφηγηματικές τέχνες. Είχαν μπει στο μυαλό μου σκέψεις που δεν θα μπορούσαν να έχουν προκύψει από το δικό μου περιβάλλον και αυτό ήταν κάτι που με γοήτευε.

Η οικογένειά σας δεν είχε καμία σχέση με τέχνη;

Στην οικογένειά μου κυριαρχούσαν πιο τεχνοκρατικά επαγγέλματα, ο μπαμπάς μου είναι χημικός μηχανικός και η μητέρα μου οδοντίατρος -δεν ασχολιόταν κάποιος από τους δύο με τις τέχνες. Έτσι, κλασικά, όπως όλες οι οικογένειες αγχώνονται για την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους, κατέληξα στο Αμπερντίν της Σκωτίας να σπουδάζω οικονομικά. Στο λύκειο, δεν μπορώ να πω ότι ήξερα τι ήθελα ακριβώς και αν και πέρασα στη σχολή της προτίμησής μου -Θεατρικών Σπουδών Πάτρας-, νόμιζα ότι δεν θα περνούσα και πήγα στη Σκωτία.

Πώς σκεφτήκατε να πάτε στη Σκωτία;

Η Σκωτία είχε κάποια προνόμια σε σχέση με την Αγγλία, δηλαδή είναι τετραετής η φοίτηση, άρα δεν υπάρχει ΔΙΚΑΤΣΑ, και ήταν δωρεάν. Ταυτόχρονα έδινα εξετάσεις σε σχολές υποκριτικής στην Αγγλία, που ήταν μια πολύ ρομαντική κίνηση αλλά αρκετά λανθασμένη όπως κατάλαβα αργότερα. Εγώ πίστευα ότι αν περάσω στη Βασιλική Ακαδημία της Αγγλίας, δεν θα χρειαστεί να συζητήσω με τους γονείς μου το αν θα γίνω ηθοποιός, αλλά βέβαια δεν περνάει κανείς τόσο εύκολα στη RADA, ειδικά αν τα αγγλικά δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Αυτό βέβαια εγώ το πήρα ως απόδειξη απουσίας του ταλέντου μου, οπότε συνέχισα να σπουδάζω Οικονομικά. Έκανα και το Master μου στο UCL στο Λονδίνο με υποτροφία και μετά δούλεψα έναν χρόνο ως βοηθός ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Τότε ασχολήθηκα με τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, κάτι για το οποίο είχε αρχίσει να γίνεται η μεγάλη συζήτηση.

Πώς ήταν η ζωή εκεί, σας άρεσε;

Τώρα μου φαίνεται σαν μια πολύ μακρινή ανάμνηση, σαν εκείνη τη ζωή να την είχε ζήσει κάποιος άλλος και όχι εγώ, γιατί η καθημερινότητα που έχω τώρα είναι πολύ διαφορετική. Θεωρώ βέβαια πολύ ιδιαίτερη την εμπειρία του εξωτερικού, γιατί όταν πήγα εκεί ήμουν 17 χρονών και υπάρχει ένα κομμάτι μετατόπισης στον εγκέφαλο όταν έρχεσαι σε καθημερινή επαφή με μία διαφορετική κουλτούρα. Δηλαδή πράγματα τα οποία θεωρούμε δεδομένα εδώ, στη Σκωτία είναι ανήκουστα -και το αντίστροφο.

Εσάς γενικά όλο αυτό σάς «πήγε» ή όχι;

Εμένα μου άρεσε πολύ. Δηλαδή πήρα πολλά μαθήματα έξω, πέρασα πολύ καλά, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς που θεωρώ ότι δεν θα τους ξαναγνωρίσω τώρα πια, έμαθα να έχω μια μεγαλύτερη τόλμη στο να πω ότι θα ταξιδέψω, θα βγω έξω από τη χώρα μου. Μπήκα δηλαδή σε μια διαδικασία να σκεφτώ ότι δεν είναι και κάτι να πάρω το αεροπλάνο και να πάω στο εξωτερικό, έστω για ένα σεμινάριο.

Γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα;

Η δουλειά μου στο πανεπιστήμιο είχε πολύ καλές προοπτικές και συγκεκριμένες. Αν έμενα εκεί, θα έπρεπε να ακολουθήσει ένα διδακτορικό. Και ενώ τα πήγαινα καλά και όλοι μού είχαν συμπεριφερθεί καλά, εγώ μέσα μου δεν ήμουν ευχαριστημένη. Κάπως έτσι αποφάσισα να πάρω το year off και να δω τι θα κάνω. Έτσι επέστρεψα στην Ελλάδα, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Θέατρο Τέχνης. Τον πρώτο χρόνο είχα μεγάλη δυσκολία να αφεθώ. Έπρεπε να επιτρέπω στον εαυτό μου να βιώνει συναισθηματικές καταστάσεις κάτι που δεν μου έβγαινε αβίαστα. Σε αυτό με βοήθησαν πολύ και τα σεμινάρια του Μανωλικάκη, που τα έκανα για μια πενταετία. Ο Μανωλικάκης είναι ένας φοβερός δάσκαλος και είμαστε τυχεροί που τον έχουμε στην Ελλάδα, έστω τα καλοκαίρια.

 

Θεωρείτε ότι η παιδεία σε αυτό τον τομέα είναι σημαντική;

Βεβαίως, υπάρχουν τεχνικές που μαθαίνεις. Σίγουρα κάποιοι άνθρωποι έχουν περισσότερο ταλέντο από άλλους, είτε αυτό έχει να κάνει με τα φυσικά χαρακτηριστικά όπως ωραία φωνή ή ευέλικτο σώμα, είτε με το να μπορούν να καταλάβουν καλύτερα ένα κείμενο όσον αφορά τη δομή και τους στόχους του χαρακτήρα. Όλοι πάντως ως ηθοποιοί έχουμε να αντιμετωπίσουμε εμπόδια, διαφορετικά ο καθένας, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητά μας, τα οποία μπορεί συχνά να μεταβάλλονται. Πρόκειται όμως για ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα, που έχει κι αυτό τις τεχνικές του, άρα, ναι, χρειάζεται εκπαίδευση.

Εσείς μπήκατε σε αυτόν τον χώρο ήδη με άποψη. Μπορούσατε να δείτε τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά σας;

Θεωρώ ότι η καθυστέρηση να μπω στο επάγγελμα είχε περισσότερα μειονεκτήματα παρά πλεονεκτήματα. Αν είχα μπει νωρίτερα, ο συναισθηματικός μου κόσμος θα ήταν πιο ανοιχτός, θα ήμουν πιο εύπλαστη, ενώ σε μένα ήδη η λογική είχε επικρατήσει. Ούτε είχα την ίδια ορμή, γιατί είχα κάνει αρκετά πράγματα πριν τη Δραματική. Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, ας πούμε, που ήταν συμφοιτητής μου, ερχόταν με μια ορμή νιότης που του έδινε μεγαλύτερη ώθηση. Έχει σημασία το momentum.

Ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα και πόσο γρήγορα εξελιχθήκατε;

Εξελίχθηκα αργά, γιατί αποφοιτώντας το 2011, έπεσα πάνω στην οικονομική κρίση. Τα μικρά θέατρα έκλειναν σιγά σιγά, οι ακροάσεις μειώνονταν κατά πολύ και γίνονταν κυρίως στα κρατικά θέατρα, στα οποία ούτως ή άλλως είναι πολύ λίγες οι θέσεις. Όλες οι υπόλοιπες ακροάσεις αφορούσαν σε παιδικές παραστάσεις. Ταυτόχρονα δεν υπήρχε και η τηλεόραση. Ήταν αρκετά δύσκολη η εύρεση εργασίας όσον αφορά ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν δικτυωμένοι με κάποιους που εργάζονται, ώστε να τους φέρουν σε κλειστές ακροάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι τα βραβεία Μερκούρη και Χορν στην αρχή βγήκαν για να στηρίξουν τα πρώτα βήματα κάποιων καλλιτεχνών και είχαν ένα όριο πενταετίας στο θέατρο. Αυτό, εκείνη ακριβώς την εποχή, άρχισε να αλλάζει. Ο Μπιμπής ήταν συνυποψήφιος με τον Χρυσοστόμου, που είχαν εικοσαετή διαφορά εμπειρίας στο θέατρο. Ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν ότι στους ανθρώπους της γενιάς μου δεν δινόταν τότε η δυνατότητα να πάρουν ρόλους που θα τους έκαναν υποψήφιους για ένα βραβείο. Όλοι τότε δουλεύαμε σε παιδικά θέατρα ή κάναμε μικρές ομάδες μεταξύ μας. Η πρώτη μου δουλειά, ενώ ήμουν στο Θέατρο Τέχνης, τριτοετής, ήταν «Ο έλεγχος του διεθνούς ταμείου», που σκηνοθέτησε τότε ο Καπελώνης. Αμέσως μετά, σε ακροάσεις που έτρεξα, πήγα στον «Οδυσσεβάχ» του Κώστα Γάκη και κάναμε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα και κατόπιν έπαιξα στο «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας», που σκηνοθέτησε η Ιώ Βουλγαράκη. Μετά με πήρε ο Νικολαΐδης και συνέχισα στο Κρατικό με «Το γλυκό πουλί της νιότης», αργότερα έπαιξα στην «Τελευταία μαύρη γάτα», ήμουν βοηθός σκηνοθέτη στη «Μισαλλοδοξία» με τη Βουλγαράκη στη Στέγη και μετά από αυτό έγινε το «Ορλάντο» και το «Πεπρωμένο ονομάζεται Κλοτίλδη», τα οποία, για διαφορετικούς λόγους, με πήγαν ένα βήμα παραπέρα.

Υπάρχουν ρόλοι που σας συγκινούν ιδιαίτερα και τους προτιμάτε ή σας αρέσει να δοκιμάζετε τα πάντα;

Όταν ήμουν στη σχολή ακόμη, μπορεί να είχα κάποιες προτιμήσεις σε μερικούς μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Τσέχωφ και ο Σαίξπηρ, αλλά στην πορεία είδα πως με οτιδήποτε και αν καταπιαστείς, μπορεί να σε εκπλήξει. Επίσης έχει ενδιαφέρον το να δεις γιατί σε επιλέγουν για ένα ρόλο, συνήθως κάτι βλέπουν σε σένα. Εγώ όταν έρχομαι σε επαφή με ένα κείμενο και με έναν χαρακτήρα, προσπαθώ πρώτα να βρω τις διαφορές που έχω με αυτά. Ποια στοιχεία δεν μπορώ να αναγνωρίσω. Σίγουρα βέβαια υπάρχουν και κάποια πράγματα που τα κατανοούμε αμέσως, κάτι μας λένε. Το ίδιο γίνεται εξάλλου και όταν είσαι θεατής μιας παράστασης. Γενικά λοιπόν δεν έχω προτίμηση σε κάποιους συγκεκριμένους ρόλους, αυτό που μου αρέσει είναι να δουλεύω.

Το νούμερο ένα κριτήριο για σας είναι το έργο, ο σκηνοθέτης, οι συνεργάτες, ποιο απ’ όλα;

Όλα αυτά κάπως έρχονται μαζί, δηλαδή τα κοιτάζεις όλα. Στην τηλεόραση, η οποία είναι ένα τεράστιο μέσο, με την έννοια ότι είναι πολύ επιδραστικό και σου αφήνει μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα, έχω παίξει στις «Αγριες μέλισσες», όπου έκανα τη φίλη μιας βασικής ηρωίδας και είχα πολύ υποστηρικτικό ρόλο, ήμουν καλή, είχα κατανόηση, πολύ γλυκιά. Αυτό που ήθελα να προσέξω μετά ήταν η επόμενη δουλειά μου, είτε στο θέατρο είτε στην τηλεόραση, να μην είναι ανάλογος χαρακτήρας, για να μην ταυτιστώ με έναν συγκεκριμένο τύπο, γιατί μετά είναι πολύ πιθανό να μειωθούν οι ρόλοι που μπορούν να σου δοθούν.

Αυτή την περίοδο παίζετε στο «Ναυάγιο» του MEGA, για το οποίο ακούγονται πολύ καλά λόγια, έτσι δεν είναι;

Αυτή η σειρά είναι ένα μεγάλο στοίχημα, κι εμένα γι’ αυτό με ενδιέφερε, διότι έχει να κάνει με έναν «Τιτανικό» σε καθημερινή σειρά στην τηλεόραση. Για τα ελληνικά δεδομένα, όσον αφορά το budget, νομίζω ότι έχει πετύχει. Σίγουρα δεν είναι προχειροδουλειά, οι άνθρωποι υπερέβησαν εαυτούς για να το κάνουν. Όσον αφορά εμένα, ο ρόλος μου στο «Ναυάγιο» έχει να διαχειριστεί απώλεια συντρόφου -πνίγεται ο άντρας μου. Αυτά τα γυρίσματα είναι τελείως διαφορετικά από τις «Άγριες μέλισσες» που συμμετείχα. Οι χρόνοι και οι ρυθμοί είναι αυτοί μιας καθημερινής σειράς και δεν έχεις πολλή ώρα για την κάθε λήψη. Επίσης πρέπει να βιώσεις το αίσθημα της απώλειας, χωρίς να είσαι σε στούντιο, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι πολύ πιο κοντά σου σε μια σκηνή, και να το κάνεις και γρήγορα -δηλαδή ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Και δεν είναι εύκολο, τουλάχιστον για μένα, να κρατάω την αυτοσυγκέντρωσή μου ανά πάσα στιγμή. Γενικά είναι δύσκολα τα γυρίσματα για μένα, κάποιες φορές τα καταφέρνω και είμαι πολύ χαρούμενη, τις άλλες φορές, όταν δεν τα καταφέρνω και νιώθω ότι το σώμα μου δεν αντιδρά 100%, δεν μου αρέσει φυσικά. Από την άλλη, είναι τρομερή εκπαίδευση το να βάζεις τον εαυτό σου συνέχεια σε αυτή τη διαδικασία, σε τόσο υψηλή ταχύτητα εσωτερικά.
Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου και την απολαμβάνω – όσα αναφέρω είναι γιατί θέλω να την κάνω όσο καλύτερα μπορώ.

Η «Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε» στην οποία πρωταγωνιστείτε στο θέατρο αποτελεί μια… μεγάλη παρεξήγηση!

Είναι μία ερωτική κωμωδία παρεξηγήσεων, στην οποία ο μοχλός της παρεξήγησης είναι ότι υπάρχουν δύο δίδυμα αδέλφια, η Βιόλα και ο Σεμπάστιαν, όπου ο Κακλέας έχει βάλει τον ίδιο άνθρωπο -που είμαι εγώ- να παίζει και τους δύο ρόλους. Η βασική ιδέα είναι ότι θέλεις αυτόν ή αυτήν που θέλει κάποιον άλλον -το αιώνιο γαϊτανάκι! Στο έργο υπάρχει η ερώτηση για το αν το φύλο παίζει ρόλο στον έρωτα. Ο Κακλέας το φέρνει στη σύγχρονη εποχή και βάζει στο κέντρο του τον Φέστε, που κινεί τα νήματα και είναι ο «τρελός» του έργου, ενώ και για μας υπερβαίνει κάπως το στερεότυπο του φύλου η παρουσία του.

Μήπως σήμερα στην κοινωνία μας υπερβάλλουμε κάπως όσον αφορά τον διαχωρισμό των φύλων;

Όχι, εγώ προσωπικά δεν νομίζω κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που ανήκουμε καθαρά σε ένα ή άλλο φύλο μπορεί να αισθανόμαστε ότι υπάρχει αυτή η υπερβολή, γιατί δεν έχουμε βρεθεί ποτέ στη μειονότητα. Άρα μας φαίνεται περίεργο να μιλάμε για το τρίτο ή το τέταρτο ή το πέμπτο φύλο. Οι άνθρωποι όμως που ήταν πάντα σε αυτές τις θέσεις ξαφνικά βρίσκουν μια γλώσσα και έναν τρόπο να υπάρχουν στην κοινωνία. Νομίζω ότι είναι καιρός να το δεχτούμε αυτό, εξάλλου δεν απειλείται το δικό μας φύλο επειδή εμφανίζεται ένα άλλο. Από την άλλη, κάθε φορά που υπάρχει μια μετακίνηση στις κοινωνίες, είναι πιθανόν να ξεκινάει από τα άκρα, για να φτάσει κάπου στη μέση.

*Η Αμαλία είναι επίσης δημιουργός του x.art.es ενός project στο Instagram στο οποίο χαρτογραφεί σπίτια καλλιτεχνών στο κέντρο της Αθήνας και φιλοδοξεί να γίνει application.

SHARE THE STORY

Exit mobile version