“Madama Butterfly”: Σε μαγνητοσκοπημένη δορυφορική μετάδοση απ’ τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης

Το Σάββατο 25 Μαΐου στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, στο Μέγαρο Μουσικής, όσοι αγαπούν το αριστούργημα του Giacomo Puccini θ’ απολαύσουν το υπέροχο ανέβασμα του από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.

ΑΠΟ ΑΓΑΘΗ ΠΑΛΗΟΓΕΩΡΓΟΥ

Όσοι αγαπούν την όπερα είναι βέβαιο ότι τρέφουν μια ιδιαίτερη εκτίμηση τόσο για το κορυφαίο, συγκλονιστικό έργο του Giacomo Puccini, τη Madama Butterfly, όσο φυσικά και για τις εξαιρετικές παραγωγές της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης. Τις τελευταίες, χάρη στις δορυφορικές μεταδόσεις MET HD LIVE από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, έχουμε, ευτυχώς, την ευκαιρία να τις απολαμβάνουμε παρότι βρισκόμαστε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά!

Έτσι, το Σάββατο 25 Μαϊου, στις 19:55, στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε (με ελληνικούς υπότιτλους) την εξαιρετική σοπράνο Asmik Grigorian ν’ αναμετριέται με τον απαιτητικό ρόλο της Τσο-Τσο-Σαν, της κεντρικής ηρωίδας της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάυ», της συγκλονιστικής «ιαπωνικής τραγωδίας» του σπουδαίου ιταλού μουσουργού Giacomo Puccini. Ο τενόρος Jonathan Tetelman ερμηνεύει τον σκληρό αξιωματικό του αμερικανικού ναυτικού Πίνκερτον, ο οποίος προδίδει την πιστή γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, οδηγώντας τη στην καταστροφή. Η μεσόφωνος Elizabeth DeShong ενσαρκώνει για μία ακόμη φορά την αφοσιωμένη υπηρέτρια Σουτζούκι, ενώ ο βαρύτονος Lucas Maeachem υποδύεται τον αμερικανό πρόξενο Σάρπλες. Την ορχήστρα της ΜΕΤ διευθύνει η μαέστρος Xian Zhang. Στη λαμπερή παραγωγή του Anthony Minghella, η σκηνοθεσία και η χορογραφία είναι της Carolyn Choa. Τα σκηνικά σχεδίασε ο Michael Levine ενώ τα κοστούμια υπογράφει η Han Feng, και τους φωτισμούς, ο Peter Mumford. Συμμετέχει η ομάδα μαριονέτας Blind Summit Theatre.

Λίγα λόγια για τη διαχρονική «Μαντάμα Μπαττερφλάυ»

Η παγκόσμια πρεμιέρα αυτού του κορυφαίου αριστουργήματος του οπερατικού ρεπερτορίου έγινε στη Σκάλα του Μιλάνου, το 1904. Η Μαντάμα Μπαττερφλάυ, η νεαρή  γιαπωνέζα γκέισα που οδηγείται σε έναν εικονικό γάμο ‒από συνοικέσιο‒ με έναν αξιωματικό του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού τον οποίο ερωτεύεται παράφορα, είναι ένας από τους σημαντικότερους ρόλους στην ιστορία της όπερας.

Το λυρικό έργο του Τζάκομο Πουτσίνι, πέρα από την εντυπωσιακή λαϊκή του απήχηση διεθνώς εδώ και 120 χρόνια, έχει πυροδοτήσει συχνά προβληματισμούς σχετικά με τον πολιτιστικό και έμφυλο επεκτατισμό, ενώ έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία κινηματογραφικών ταινιών και παραστάσεων στο Μπρόντγουεϋ. Η λυρική ομορφιά της παρτιτούρας του Πουτσίνι, και ειδικότερα η μουσική που έγραψε για την ιδιαίτερα ρεαλιστική πρωταγωνίστρια του έργου, έχει κάνει την «Μαντάμα Μπαττερφλάυ» διαχρονικά δημοφιλή.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Ναγκασάκι, στην αυγή του 20ού αιώνα, την περίοδο της προώθησης της αμερικανικής παρουσίας ανά την υφήλιο, όταν η Ιαπωνία προσπαθούσε διστακτικά να προσδιορίσει τον διεθνή της ρόλο στον τότε κόσμο. Μάλιστα, εκείνη την εποχή, καθώς το Ναγκασάκι ήταν ένα από τα ελάχιστα ανοιχτά λιμάνια της χώρας σε ξένους στόλους, ήταν συνήθης πρακτική, στην Ιαπωνία, η τέλεση προσωρινών γάμων με αλλοδαπούς ναυτικούς.

Η μουσική

Σε αυτή του τη σπαρακτική τραγωδία, ο κορυφαίος ιταλός μουσουργός αναβαθμίζει τον ρόλο της ορχήστρας, γράφοντας μια παρτιτούρα σπάνιας λεπτότητας που εστιάζει σχεδόν εξολοκλήρου στην πρωταγωνίστρια. Ο ρόλος της Τσο-Τσο-Σαν, ο οποίος εξελίσσεται συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, είναι εξαιρετικά απαιτητικός για τη σοπράνο. Η πρωταγωνίστρια βρίσκεται διαρκώς επί σκηνής, ενώ καλείται να εκφράσει, μέσα από την ερμηνεία της, ένα ευρύτατο φάσμα συναισθημάτων και να μεταμορφωθεί από ένα αιθέριο πλάσμα σε μια απεγνωσμένη γυναίκα, αντιμέτωπη με την παραφροσύνη, στο φινάλε της όπερας.

 

Ο συνθέτης

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Τζάκομο Πουτσίνι (1858–1924) γνώρισε τεράστια δημοτικότητα. Τα οπερατικά έργα της ωριμότητάς του αποτελούν τον κορμό του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου και παίζονται συχνά στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου. Οι λιμπρετίστες που επέλεξε για την «Μαντάμα Μπαττερφλάυ», ο Τζουζέππε Τζακόζα και ο Λουίτζι Ίλλικα, είχαν συνεργαστεί μαζί του σε δύο προηγούμενες όπερές του, την «Τόσκα» και τους «Μποέμ». Ο δραματουργός Τζακόζα επεξεργαζόταν την πλοκή του έργου, ενώ ο ποιητής Ίλλικα επικεντρωνόταν στη γλωσσική επεξεργασία του κειμένου δίνοντας έμφαση στο συνταίριασμα λόγου και μουσικής.

                                     

SHARE THE STORY

Exit mobile version