“Λεωνίδας”: Η ιστορία της θρυλικής ταβέρνας της Επιδαύρου

Ο Λεωνίδας Λιακόπουλος, ο ιδρυτής της θρυλικής ταβέρνας που φέρει το όνομα του στο Λυγουριό, έφυγε από την ζωή το 2017 σε ηλικία 82 ετών. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε αφηγηθεί την συναρπαστική ιστορία του "Λεωνίδα", από όπου έχουν περάσει όλοι οι μύθοι του Ελληνικού θεάτρου, στο περιοδικό"Life&Style"

ΑΠΟ GRACE TEAM


Μια συναρπαστική ιστορία από τα αρχεία του Grace.gr: O ιδρυτής της θρυλικής ταβέρνας από την οποία έχουν περάσει όλοι οι μύθοι του Ελληνικού θεάτρου είχε αφηγηθεί την ιστορία του εστιατορίου λίγα χρόνια πριν φύγει από την ζωή:

"Πάμε εκεί στη γωνία, στο τραπέζι του Μινωτή που έχει ησυχία», λέει ο κύριος Λεωνίδας και πριν καθίσουμε έχει αρχίσει ήδη τις ιστορίες του.
Με τη σοφία των χρόνων του, τη σπάνια ευγένεια των τρόπων του και την ακριβοδίκαιη θεατρική κρίση που έχει αποκτήσει, έχοντας δει από «πρώτο χέρι» τις πλέον θρυλικές παραστάσεις που έχουν ανέβει στην Επίδαυρο, ο «παππούς» –όπως τον αποκαλεί όλη η οικογένεια, αλλά κι οι 2.600 κάτοικοι του Λυγουριού– είναι το «επίσημο βιβλίο της Επιδαύρου» από μόνος του…


"Κι ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Πρόεδρος της Γαλλίας, εδώ είχε καθίσει. Οι περισσότερες διασημότητες αυτό το τραπέζι διαλέγουν. Ίσως γιατί είναι στη γωνία, πιάνει τοίχο και νιώθουν περισσότερο προστατευμένοι.

Με τον Φρανσουά Μιτεράν, όταν εκείνος επισκέφτηκε το μαγαζί ινκόγκνιτο, παρέα με νεαρή δεσποινίδα.


Η επιχείρηση ξεκίνησε να λειτουργεί το 1953 ως καφενείον. Και για να λέμε αλήθειες, ένα μικρό καφεναδάκι της πλάκας ήταν, μόλις το δεύτερο μαγαζί της περιοχής. Λίγο νωρίτερα, εδώ δίπλα, ένας ξάδερφος είχε ανοίξει την πρώτη ταβέρνα. Την επόμενη χρονιά, το 1954, ήρθε για πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ο θίασος του Εθνικού Θεάτρου με την παράσταση “Ιππόλυτος”. Πολλοί με ρωτάνε πώς ξεχώρισε στην προτίμηση όλων η ταβέρνα του “Λεωνίδα” κι απέκτησε τέτοια φήμη. Λένε διάφοροι ότι οι ηθοποιοί έρχονταν μόνο στο δικό μου το μαγαζί γιατί τους φίλευα και δεν τους έπαιρνα χρήματα. Ποτέ δεν συνέβη αυτό. Άλλοι λειτουργούν με μίζα και άλλοι με μανιβέλα. Το μυστικό είναι να είσαι σωστός και ταπεινός στη δουλειά σου και όχι να προσπαθείς να κόψεις το κεφάλι των πελατών στο όνομα της φήμης σου…

Ο Μινωτής ήταν μεγάλος θεατράνθρωπος, αλλά στην καθημερινότητα ήταν κακότροπος και τσιγκούνης. Έτρωγε τις ελιές και τα κουκούτσια τα πετούσε πίσω του, όποιος κι αν καθόταν. Είχε πολλές ιδιοτροπίες.

Ο Αλέξης Μινωτής ήταν μεγάλος στο θέατρο, αλλά «περίεργος ως άνθρωπος»,έλεγε ο Λεωνίδας.


Η τελική ταυτότητα του μαγαζιού οφείλεται στην Κατίνα Παξίνου. Τη θυμάμαι να ορμάει στην κουζίνα και να μαγειρεύει παρέα με τη γυναίκα μου. Η Κατερίνα, η γυναίκα μου, είναι η μεγαλύτερη πρωταγωνίστρια αυτού του μαγαζιού. Η Παξινού ήταν υπέροχος άνθρωπος, σε αντίθεση με τον Μινωτή. Ο Μινωτής ήταν μεγάλος θεατράνθρωπος, αλλά στην καθημερινότητα ήταν κακότροπος και τσιγκούνης. Έτρωγε τις ελιές και τα κουκούτσια τα πετούσε πίσω του, όποιος κι αν καθόταν. Είχε πολλές ιδιοτροπίες.


“57 δραχμές, κύριε Μινωτή”, του ’λεγα το λογαριασμό.
“Πάρε 50 και πολλά είναι”, απαντούσε.


Τα υπόλοιπα τα έχανες. Δεν μπορούσες να του πεις και τίποτα. Μινωτής ήταν αυτός, δεν ήταν παίξε γέλασε. Τον έζησα προσωπικά και δεν πρόκειται κανένας να μου αλλάξει τη γνώμη. Αντιθέτως, η Παξινού έδινε ακόμα και το βρακί της, που λένε, για τα νιάτα. Ο Μινωτής ήταν κολλητός φίλος του συγχωρεμένου του Κωνσταντίνου Καραμανλή και με τις πλάτες του έδιωχνε όποιον δεν του έκανε σε δευτερόλεπτα. Όχι όμως αντρίκεια, από την πόρτα, αλλά από το παράθυρο και μάλιστα χωρίς καν να το περιμένει ο άλλος. Η φιλία αυτή, βέβαια, έσωσε το θέατρο από το ολοκαύτωμα. Είχε πιάσει πυρκαγιά ακριβώς πίσω από το κοίλο. Ο Μινωτής πήρε τηλέφωνο τον Καραμανλή και σε ελάχιστα λεπτά έφτασαν τα ελικόπτερα της πυροσβεστικής και έσβησαν τη φωτιά.

Κώστας Καζάκος, Τζένη Καρέζη και Κωνσταντίνος Καζάκος.


Ο Μινωτής ήταν και μεγάλος γυναικάς. Χούφτωνε πολύ. Η Παξινού το καταλάβαινε και τον υποβάθμιζε πολλές φορές, φωνάζοντάς του “Μινωτάκη, σε βλέπω”. Έτσι, νομίζω, τον έλεγαν κανονικά στο επώνυμο.


Ακριβώς απέναντι από το τραπέζι του Μινωτή, είχα στον τοίχο ένα πορτρέτο του Κουν και ακριβώς διαγώνια τον Θάνο Κωτσόπουλο.
“Ξεκρέμασε τους πίνακες, δεν θέλω να τους βλέπω”, έλεγε ο Μινωτής κάθε φορά που ερχόταν.


Αλλά για να πω αλήθειες, ήταν και δίκαιος σε πολλά θέματα. Στο θέατρο, ηθοποιός σαν και εκείνον δεν θα υπάρξει ξανά. Άσε που τέτοιοι “Οιδίπους Τύραννος” και “Οιδίπους επί Κολωνώ” δεν πρόκειται να ανέβουν ποτέ σε καμία σκηνή της Ελλάδος, όσο και αν προσπαθήσουν. Το ίδιο θα πω και για την Παξινού ως “Εκάβη”, αλλά και για τον Θάνο Κωτσόπουλο ως “Αίαντα” και “Ηρακλή Μαινόμενο”.

Ή Μαριάννα Λάτση και ο Νίκος Κούρκουλος, με τον Λεωνίδα και τη σύζυγό του Κατερίνα, «τη μεγάλη πρωταγωνίστρια του μαγαζιού», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος.


Από την αρχή μέχρι σήμερα, η επιτυχία του έργου κρινόταν από την απήχηση που θα είχε στους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι παρακολουθούσαν τη γενική πρόβα. Θυμάμαι το βράδυ η Κατίνα έμπαινε στο μαγαζί όλο αγωνία και με ρωτούσε επί λέξει: “Τι είπαν ρε, οι χωριάτες;”. Οι Λυγουριώτες ήταν οι καλύτεροι κριτές. Οι περισσότεροι κριτικοί, μια ζωή, χρηματίζονται για να γράψουν έναν καλό λόγο.

Τότε οι ηθοποιοί είχαν δίψα για θέατρο. Το ζήταγε η ψυχή τους. Δεν θα ξεχάσω ότι η φωνή της Παξινού ακουγόταν ως το πάρκινγκ. Τώρα τελευταία, ορισμένοι βάζουν και μικρόφωνο, ντροπής πράγματα…


Όλοι οι συντελεστές έρχονταν βδομάδες πριν, για να στήσουν τις παραστάσεις. Έφταναν, θυμάμαι, τέλη Μαΐου και έφευγαν τον Αύγουστο. Ζούσαν όλη τη μαγεία του Θεάτρου. Δεν υπήρχε κανένα ξενοδοχείο στην περιοχή τότε. Έμεναν στα σπίτια των ντόπιων, των κατοίκων του Λυγουριού, οι οποίοι έφευγαν από τα κρεβάτια τους και κοιμούνταν στο σαλόνι για να τους ευχαριστήσουν. Οι τουαλέτες εκείνη την εποχή δεν ήταν καν μέσα στο σπίτι. Θυμάμαι στο σπίτι μας είχε μείνει ο Λαμπράκης. Για να πάει στην τουαλέτα, περπατούσε πενήντα μέτρα.

Η Μελίνα υπογράφει αφιέρωση στη φωτογραφία της.


Τότε ερχόταν στο μαγαζί ο Χριστόφορος Νέζερ, μεγάλος Αριστοφανικός, με τη γυναίκα του, η οποία του διάβαζε τους ρόλους. Ο Νέζερ, βλέπεις, ήταν αγράμματος, δεν ήξερε να διαβάζει ούτε λέξη. Η Μερόπη καθόταν δίπλα του, ώρες ολόκληρες, και του διάβαζε δυνατά τους ρόλους μέχρι να τους αποστηθίσει. Εκείνος την αγαπούσε πολύ. Την τάιζε στο στόμα.


Η καθημερινή τριβή με τους ηθοποιούς μάς έδεσε. Με τον Θάνο Κωτσόπουλο γίναμε φίλοι στην αρχή και έπειτα κουμπάροι. Με πάντρεψε και ύστερα βάφτισε και τον Νίκο, τον έναν από τους γιους μου.

Για να καταλάβεις πόσο απλοί άνθρωποι ήταν όλοι αυτοί σε σχέση με τους νέους ηθοποιούς, στο πίσω μέρος του μαγαζιού –εκεί που είναι τώρα η αυλή με τα τραπέζια– είχαμε μία στάνη με ζώα. Όποιος ήθελε να πάει στην τουαλέτα, εκεί τον στέλναμε. Οι ηθοποιοί ξεκαρδίζονταν.


“Αν μας αφήσει ο γάιδαρος καλώς, αν όχι θα περάσω αργότερα”, έλεγαν.

Αντώνης Τρίτσης, Μιμή Ντενίση.


Όλες οι παραστάσεις γίνονταν Σάββατο και Κυριακή και είχαν πάντα ζωντανή ορχήστρα. Κατέβαινε στην Επίδαυρο ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και διηύθυναν τους μουσικούς.
“Ένα μύθο θα σας πω, που τον λέγανε παιδιά”… Αυτό το τραγούδι είχε μαγέψει τους κατοίκους του Λυγουριού. Οι παραστάσεις τότε ήταν η διαπαιδαγώγησή μας. Είχαν τόση απήχηση στο κοινό, που οι χωρικοί θυμόντουσαν τα λόγια και τα έλεγαν απέξω για μέρες, στους δρόμους.


Το 1959, αλλά και το 1961, έδωσε παραστάσεις στην Επίδαυρο η Μαρία Κάλλας. Ανέβασε τη “Νόρμα” και τη “Μήδεια” αντίστοιχα. Σαν χθες το θυμάμαι. Το εισιτήριο κόστιζε 500 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή. Αναλογούσε, σκέψου, σε δύο σημερινούς μισθούς. Μάλιστα, την έφερε ένα μεσημέρι από εδώ ο Μινωτής για να πιουν αναψυκτικό, λέγοντάς της με βαριά φωνή: “Μαρία, εμείς εδώ καθόμαστε”. Η Κάλλας κοιτούσε επιβλητικά. Το βλέμμα της σε έκοβε!


Μία εξίσου σημαντική ηθοποιός της νέας γενιάς είναι η Λυδία Κονιόρδου. Την έχω ονομάσει “δεύτερη Παξινού”. Έχει ήθος, έχει και το ανάστημα, έχει όλα τα προσόντα που αρμόζουν σε μια μεγάλη πρωταγωνίστρια. Και ο Νικήτας Τσακίρογλου έπαιξε καλές παραστάσεις. Είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός.

Με την Ζωή Λάσκαρη


Το 1962 ήρθε το ρεύμα στο χωριό. Ως τότε, είχαμε τη φουφού. Ίσως οι παλαιότεροι να τη θυμούνται. Θυμάμαι πως ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε και τηλέφωνο, το νούμερο 15, το οποίο δούλευε με μανιβέλα. Τότε, όλη η παράσταση στηνόταν πάνω στο χορό, η παρουσία του οποίου ήταν καθοριστική για την εξέλιξη του έργου. Όλο το έργο το κρατούσαν οι νέοι. Τον Νίκο Κούρκουλο, για παράδειγμα, τον θυμάμαι από πιτσιρίκι. Ξεκίνησε και αυτός από κοντάρι μέχρι να γίνει αυτός που έγινε. Μάλιστα, μετά από χρόνια, έξω στην αυλίτσα, σ’ αυτό εκεί το τραπέζι, πλέχτηκε το ειδύλλιο με τη Μαριάννα Λάτση. Εκείνη είχε έρθει καλεσμένη του Κώστα Καρρά και τυχαία βρέθηκαν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι. Τότε, άναψε το σπίρτο…

Σε αυτό το τραπέζι, μετά από τυχαία πρόσκληση, πλέχτηκε το ειδύλλιο της Μαριάννας Λάτση με τον Νίκο Κούρκουλο.


Μια μεγάλη στιγμή ήταν όταν επισκέφτηκε το μαγαζί μας ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν. Μία εβδομάδα νωρίτερα, είχαν έρθει πολλοί αστυνομικοί για να ελέγξουν όλους τους χώρους. Σαστίσαμε.


“Κάποιος θα έρθει να φάει”, μας είπαν, τηρώντας σιγήν ιχθύος. Μια μέρα, λοιπόν, μπαίνει μέσα ο Μιτεράν, με μία κοπελίτσα…
Θέλετε να σας πω και για τον Κάρολο Κουν; Ήταν ψυχούλα. Πολύ ήσυχος άνθρωπος. Δεν ερχόταν συχνά, αλλά όταν ερχόταν, καθόταν κάθε φορά σε ένα τραπέζι τεσσάρων ατόμων, έχοντας πάντα παρέα του τον Γιώργο Λαζάνη και τη Ρένα Πιττακή.


Η Μελίνα βοήθησε πάρα πολύ να κρατηθεί το θέατρο της Επιδαύρου ατόφιο. Ευτυχώς που υπήρχε η Μερκούρη. Αν δεν ήταν αυτή, σήμερα όλο το ξέπλυμα χρήματος του κόσμου θα είχε έρθει εδώ, στην Επίδαυρο. Χάρη στη Μελίνα, από εκεί όπου είναι το Ιατρικό Κέντρο και μετά απαγορεύεται να πουλήσεις ακόμα και οδοντογλυφίδα. Η Μελίνα ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος. Έτρωγε πάντα μοσχάρι με κριθαράκι, γιουβέτσι. Μάλιστα, δεν ήθελε να περιμένει στην ουρά για να σερβιριστεί. Έμπαινε μέσα, κοιτώντας με τσαχπίνικο βλέμμα όσους περίμεναν στην ουρά και έβαζε μόνη της το φαγητό στο πιάτο.


Σε αντίθεση με αυτό που έχει ο κόσμος στο μυαλό του, όταν έρχονταν εδώ η Αλίκη, η Καρέζη, η Βαλσάμη και όλες οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες που κουβαλούσαν τη ρετσινιά του κινηματογράφου, όλες ήταν αρκετά συγκρατημένες ή, για να το πω καλύτερα, σοβαροφανείς.

Με την Κάτια Δανδουλάκη και τον Μάριο Πλωρίτη.


Θυμάμαι ένα σκηνικό με την Καρέζη και τον Καζάκο. Η Τζένη είχε παθολογική αγάπη στο γιο της, Κωνσταντίνο, και τις περισσότερες φορές τον έφερναν μαζί τους. Κάποια στιγμή, ο Κωνσταντίνος χάθηκε για πάρα πολλές ώρες, ήταν και πολύ αργά το βράδυ, κι η Τζένη τρελάθηκε από την αγωνία. Ήταν η εποχή που το παιδί ερωτεύτηκε μία γνωστή νεαρή ηθοποιό και έφυγε μαζί της. Η Καρέζη ήταν εξαιρετική, αλλά η πιο άτυχη. Θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στην Επίδαυρο. Σε αντίθεση, η Αλίκη ήξερε να κάνει μόνο ένα πράγμα. Ήταν αρκετά “γατούλα” για το θέατρο της Επιδαύρου. Γι’ αυτό και όταν έπαιξε –και μάλιστα σε σκηνοθεσία Βολανάκη– γιουχαρίστηκε. Το κοινό της Επιδαύρου είναι αδίστακτο. Αν ο Βολανάκης ανέβαζε τη συγκεκριμένη “Αντιγόνη” με άλλη πρωταγωνίστρια, θα έλεγαν όλοι “τι εργάρα είναι αυτή”. Με την Αλίκη έγινε το αντίθετο…

Με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.


Έχουμε ζήσει, βέβαια, και μεγάλους τσακωμούς. Κι ακόμα γίνονται. Θυμάμαι έναν τσακωμό του Κώστα Γεωργουσόπουλου με τον Γιώργο Μεσσάλα, αλλά και πολύ παλαιότερα έναν της Παξινού με τη Συνοδινού. Η Κατίνα έβλεπε τη Συνοδινού νέα και όμορφη και δεν την ήθελε με τίποτα. Είχε τη φρεσκάδα της νιότης, βλέπεις, και τη ζήλευε. Όμως, ο μεγαλύτερος ήταν εκείνος της Αλίκης με τον Παπαμιχαήλ. Μετά τη “Λυσιστράτη” με πρωταγωνίστρια την Αλίκη, είχε έρθει απέξω ο Παπαμιχαήλ, τύφλα από το ποτό και από τη ζήλια του. Ήταν περασμένες δύο τα ξημερώματα. Όταν τον είδε η Αλίκη, βγήκε έξω ήσυχα για να μιλήσουν. Στο μαγαζί επικρατούσε η απόλυτη σιωπή. Όλοι περίμεναν να ακούσουν τις κουβέντες που θα αντάλλασσαν μεταξύ τους. Μετά τον καβγά, μπήκε μέσα στο μαγαζί η Αλίκη σαν να μην έτρεχε τίποτα και συνέχισε κανονικά το φαγητό της.
Αυτό που με τα χρόνια κατάλαβα είναι ότι η Επίδαυρος δεν δέχεται καινοτομίες. Στη συνείδηση του κόσμου, παραμένει κλασική. Όπως ακριβώς και το μαγαζί»…
Ο κύριος Λεωνίδας μοιάζει να μη θέλει να σταματήσει τις ιστορίες, αλλά ήδη τα εγγόνια του έχουν μετατρέψει την αυλή σε μελίσσι, προετοιμάζοντας τα τραπέζια για το βράδυ, μετά τη φετινή πρεμιέρα του φεστιβάλ.


«Μου λένε οι δυο γιοι μου, αλλά κι οι νύφες μου, που είναι και οι δύο φιλόλογοι, να γράψουμε όλη την ιστορία σε βιβλίο. Θα γίνει κι αυτό…», λέει και σηκώνεται να ελέγξει με τη δική του ματιά το χώρο. Όλα τέλεια. Η παράσταση αρχίζει σε λίγο…

SHARE THE STORY