Η Βερόνικα με τη μαγευτική φωνή και αύρα, μια γεννημένη αρτίστα, είναι η πιο γλυκιά μητέρα και σύντροφος που μπορείς να φανταστείς και μια καλλιτέχνιδα χαμηλών τόνων με δυνατό εκτόπισμα.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Στο πλευρό του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου, με το οποίο έχουν αποκτήσει και ένα παιδί, ζει μια ζωή φωτεινή όπως το χαμόγελό της και με τις φυσιολογικές αγωνίες τις οποίες αντιμετωπίζει με αισιοδοξία και δύναμη. Την πετυχαίνουμε, σε μια εποχή που οι γυναικοκτονίες δυστυχώς είναι πιο επίκαιρες από ποτέ, να τραγουδά για τις γυναίκες. Σκληροί στίχοι που σου τρυπούν την καρδιά…

Ετοιμάζετε κάτι πολύ επίκαιρο, που αφορά ένα τραγούδι σχετικά με τις γυναικοκτονίες.

Ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης είχε φίλο έναν μουσικό που χάθηκε την περίοδο της Covid, σε ηλικία 34 ετών. Μαζί είχαν φτιάξει κάποια τραγούδια που δεν είχαν κυκλοφορήσει, σε μια συλλογή που λέγεται «Οι τρομεροί αιώνες». Εγώ ερμηνεύω το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο είναι και το πρώτο που θα βγει. Το παίζουν και το ενορχηστρώνουν οι παιδικοί φίλοι του μουσικού και είναι ένα κομμάτι το οποίο μιλάει και για το θέμα των γυναικοκτονιών. Μόλις κυκλοφόρησε, είναι μία ανεξάρτητη παραγωγή και θα το ακούμε στο youtube.

Από την Ολυμπιακή φλόγα/ Αφροδίτη Ζαγγανά

Ο Θανάσης Τριαρίδης έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να πολιτικοποιείται και να τα λέει έξω από τα δόντια. Είναι μεγάλο ζήτημα το πώς η τέχνη στέκεται απέναντι σε γεγονότα που συμβαίνουν και μας απασχολούν -και ως προς την αισθητική και ως προς τη θέση που πρέπει να παίρνουμε, να στηρίζουμε τα δικαιώματα και τις αλλαγές που γίνονται στην κοινωνία. Εγώ μέσα μου το έχω μείζον ζήτημα -πώς μιλάει κανείς για αυτά καθαρά, με ανάστημα ηθικό αλλά και χωρίς να γίνεται κουραστικός και χωρίς να χάνεται η ποίηση. Γιατί είναι άλλος ο ρόλος του πολιτικού, άλλος ο ρόλος του καλλιτέχνη και άλλη η πολιτική που ασκείται μέσω της τέχνης. Είναι τρία διαφορετικά πράγματα.

Όμως αυτή την περίοδο είστε πολύ δραστήρια.

Συμμετείχα στην παράδοση της ολυμπιακής φλόγας, με ένα τραγούδι σε μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ταξιδέψαμε στο Παρίσι, στην UNESCO, όπου στις 15 Μαΐου παίξαμε τη μουσική που έχει γράψει ο Δημήτρης για την αφή και την παράδοση της ολυμπιακής φλόγας, μαζί με τον Ύμνο του Καλλίμαχου στην Αρτέμιδα, τον οποίο τραγουδάω εγώ. Επίσης ο Δημήτρης έχει γράψει μουσική πάνω σε ποιήματα του Καβάφη, το έργο λέγεται «… που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός» και αυτός ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει πριν χρόνια. Τώρα κάνει μια δεύτερη εκκίνηση, με τα ίδια κομμάτια, κάποια από τους ίδιους τραγουδιστές, κάποια από διαφορετικούς, σε συνδυασμό με δραματοποιημένη ποίηση. Αυτή η συναυλία γίνεται στις 25 Μαΐου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης και εκτός από μένα θα πάρουν μέρος η Γιώτα Νέγκα, η Άρτεμις Μπόγρη, ο Μπάμπης Βελισσάριος, ο Αιμιλιανός Σταματάκης και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Αμέσως μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος μου με τον Βαγγέλη Κορακάκη, που λέγεται «Λαϊκή απογευματινή», με εννιά καινούργια τραγούδια σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη -τραγουδάει και ο ίδιος- και ενορχήστρωση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ο δίσκος θα βγει από το Ελληνικό Σχέδιο.

Πού μεγαλώσατε κυρία Δαβάκη;

Μεγάλωσα στην Κρήτη. Πήγα σχολείο στα Χανιά, εκεί πήγα και Ωδείο, εκεί πήγα και σε κάποιες ερασιτεχνικές εφηβικές θεατρικές ομάδες, αλλά έπαιζα και σε σχολικές παραστάσεις του σχολείου μου.

Αυτό ήταν κάτι που αγαπούσατε εξαρχής ή έχουν κάποια σχέση οι γονείς σας και επηρεαστήκατε;

Όχι, οι γονείς μου δεν είναι καμία σχέση με αυτό, αλλά ήταν κάτι που πριν αρθρώσω, ότι έχω αποφασίσει να το κάνω, ήταν ήδη μια ειλημμένη απόφαση. Ήταν μέσα μου, ήταν εκεί από πάντα και περίμενε να εκδηλωθεί. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ γι’ αυτό.

Απο την παράσταση “Μαρία Νίνου-σαν άστρο”/ Alex Kat

Ποιο είναι το πιο δυνατό σας χάρισμα, η φωνή ή η υποκριτική;

Πιστεύω ότι και τα δύο είναι στο ίδιο επίπεδο, και τα δύο όμως χρειάζονται δουλειά, ακόμη και αν κάποιος έχει μια κλίση. Γενικά θεωρώ ότι κάπως συμβαίνει και αυτά που επιθυμεί ένας άνθρωπος, τα έχει εν δυνάμει ή εν εξελίξει.

Πιστεύετε ότι ήταν καλύτερα που μεγαλώσατε στην Κρήτη απ’ ό,τι αν μεγαλώνατε στην Αθήνα;

Όλα έχουν τα θετικά και τα αρνητικά τους. Είναι μεγάλη ευτυχία να έχεις να επιστρέφεις κάπου, γιατί η Αθήνα πολλές φορές γίνεται πάρα πολύ σκληρή. Κάποιες άλλες φορές, γίνεται η επαρχία σκληρή, με διαφορετικές αφορμές. Σίγουρα πάντως δεν θα το άλλαζα, πάλι εκεί θα ήθελα να γεννηθώ.

Τι είναι για σας τα Χανιά;

Τα Χανιά είναι οι φίλοι μου, είναι η οικογένειά μου, είναι η θάλασσα και είναι και ο κήπος του παππού και της γιαγιάς μου.

 

Όταν τελειώσατε το σχολείο, τι κάνατε στη συνέχεια;

Τελειώνοντας το σχολείο, ήθελα να κάνω θέατρο αλλά δεν ήξερα πώς, γιατί δεν υπήρχε Internet ούτε μουσικά σχολεία, για να έχω κάπως μια επαφή με τον κόσμο της τέχνης. Έτσι βρέθηκα στη Νομική Αθηνών φοιτήτρια, αν και ποτέ δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου εκεί. Μπήκα όμως στον Πολιτιστικό Ομιλο Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκεί ξεκίνησα να παίζω θέατρο. Έτσι έμαθα τι σημαίνει δραματική σχολή, τι κάνει κάποιος για να παίξει θέατρο. Ήξερα βέβαια τη θεατρολογία, αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε η θεωρία του θεάτρου καθόλου, βαριόμουν αφόρητα. Εγώ ήθελα να παίξω. Μετά γνώρισα τη Σοφία Κακαρελίδου, η οποία ήταν και είναι παντοτινή δασκάλα μου στην υποκριτική. Με ετοίμασε, πέρασα στο Θέατρο Τέχνης και τελειώνοντάς το μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης.

Γιατί επιλέξατε τη Σχολή Καλών Τεχνών;

Γιατί οι καλλιτέχνες είμαστε μέρος μιας ιστορίας και πιστεύω ότι για να μπορούμε να είμαστε άρτιοι, πρέπει να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε -αλλιώς δεν έχει νόημα. Εντάξει η αυτοαναφορικότητα, εντάξει ο ναρκισσισμός που είναι απαραίτητος σε ένα βαθμό, αλλά χρειάζεται να ξέρουμε και πού βρισκόμαστε. Χρειαζόμαστε έναν χάρτη, για να μπορούμε να χαράξουμε τη δική μας διαδρομή. Διότι ακόμη και στην παραδοσιακή μουσική, οι άνθρωποι που ασχολούνταν με αυτήν μαθήτευαν. Με έναν άλλο τρόπο, όχι τόσο επιστημονικό, αλλά έπαιρναν τη γνώση από τους παλαιότερους. Αυτό γινόταν από τα ομηρικά χρόνια, δεν είναι καινούργιο. Πρέπει να ξέρεις από πού έρχεσαι, για να μπορείς να οδηγηθείς κάπου. Αλλιώς βρίσκεις σε τοίχο -κάνεις τα ίδια λάθη, είσαι σε αδιέξοδο.

Μετά τη Σχολή Καλών Τεχνών, τι κάνατε;

Παράλληλα με τη σχολή έπαιζα στο θέατρο, δούλευα δηλαδή κανονικά ως ηθοποιός. Το πτυχίο από την Καλών Τεχνών το πήρα όταν έμεινα έγκυος και σταμάτησα να δουλεύω. Ηταν βέβαια και η Covid τότε, οπότε όλοι σταματήσαμε να παίζουμε. Εβγαλα και έναν δίσκο με τον Νίκο Ξυδάκη και μπήκα πιο βαθιά στη μουσική.

Από την Ολυμπιακή φλόγα/ Αφροδίτη Ζαγγανά

Τι ξεχωρίζετε από αυτά που έχετε κάνει στο θέατρο; 

Το πιο αγαπημένο μου είναι η παράσταση «Μαρίκα Νίνου: Σαν άστρο», στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν», στη σκηνή της Φρυνίχου -μια σημαντική δουλειά για μένα. Ξεχωρίζω και μια «Λυσιστράτη» στο Θεσσαλικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Κυριακής Σπανού, πέρυσι το καλοκαίρι. Ηταν μια αναμέτρηση με τον Αριστοφάνη, που την ήθελα πάρα πολύ και τώρα έχουμε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς… Επίσης να πω ότι αυτός ο Αριστοφάνης είχε πάρα πολύ έντονη την παρουσία της μουσικής. Την έγραψε ο Λευτέρης Βενιάδης, ένας πάρα πολύ ικανός και εμπνευσμένος συνθέτης. Τέλος, η φετινή τρελή κωμωδία «Καλιφόρνια ντριμιν- 20 χρόνια μετά», το νέο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη σε σκηνοθεσία Σταύρου Καραγιάννη, ήταν υπέροχη εμπειρία.

Και τι αγαπάτε περισσότερο;

Εγώ νιώθω πάρα πολύ μεγάλη απελευθέρωση στην κωμωδία. Επειδή έχω μια πολύ σοβαρή και ισορροπημένη πλευρά, στην κωμωδία ανοίγει μια μεγάλη πύλη, μπαίνουν μέσα όλοι οι αέρηδες και όλα τα κύματα της νότιας Κρήτης και αισθάνομαι την απόλυτη ελευθερία. Όταν μάλιστα έχει μέσα και μουσική, ακόμη περισσότερο -γίνεται το ιδανικό πεδίο για μένα.

Πώς γνωριστήκατε με τον σύζυγό σας, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου;

Γνωριστήκαμε σε έναν άλλο Αριστοφάνη, στις «Νεφέλες», το καλοκαίρι επί capital controls -η παράσταση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. Μετά όμως μου πρότεινε να πάρω μέρος σε κάποιες συναυλίες που θα έκανε στο Κάιρο, αν θυμάμαι καλά. Η συνεργασία αυτή δεν έγινε, αλλά έγινε όλο το υπόλοιπο.

Ήταν ένας ακαριαίος και αναπάντεχος έρωτας;

Όχι, πήρε αρκετό χρόνο να αντιληφθώ τι συμβαίνει. Νομίζω ότι ήταν κάτι που προϋπήρχε της συνειδητοποίησης. Δηλαδή ήταν εκεί, αλλά μου πήρε χρόνο να το αρθρώσω, να το εκλογικεύσω.

Είναι ίσως η τέχνη που σας ένωσε; Δηλαδή είναι το τόσο κοινό ενδιαφέρον για κάποια πράγματα, ένα μεγάλο κομμάτι της σχέση σας;

Όταν κάποιος γνωρίζει έναν σημαντικό σύνθετη, δεν μπορεί αυτό να μην κατακλύσει τις πρώτες συναντήσεις. Γνώρισα έναν άνθρωπο του οποίου ήξερα τα τραγούδια και τα αγαπούσα, έναν άνθρωπο που θαύμαζα, είχα μπροστά μου έναν ήρωα της μουσικής, για μένα. Στην αρχή αυτό πρωταγωνιστεί. Μετά, σιγά σιγά, είτε η σχέση έρχεται σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο είτε όχι. Σε εμάς ήρθε και τώρα πια εκτός από τον συνθέτη, την ηθοποιό ή την τραγουδίστρια, υπάρχει και ο άνθρωπος, ένας άντρας απέναντι σε μία γυναίκα.

Πώς είναι να συνεργάζεται κάποιος με τον σύντροφό του;

Σαν την καταγωγή από την Κρήτη: έχει και τα καλά, έχει και τα κακά του. Τα καλά είναι ότι είναι πολύ σημαντικό να αισθάνεσαι ασφάλεια. Είναι εκεί να σε φροντίσει, να σε στηρίξει, θέλει να έχεις την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου και αυτό είναι τρομερά σημαντικό. Όπως άλλωστε και η ελευθερία έκφρασης, γιατί, όσο να ‘ναι, έχεις εκτεθεί στον σύντροφό σου, οπότε δεν έχεις κωλύματα να μην δει πλευρές σου. Από την άλλη, πάλι, υπάρχουν πλευρές που θέλεις να κρατήσεις μυστικές ακόμα και από τον σύντροφό σου. Αλλά στην τέχνη αυτό δεν χωράει και δεν έχει και νόημα. Επίσης θέλεις να σε θαυμάζει ο σύντροφός σου, οπότε αυτό μου πυροδοτεί και μια αγωνία. Πρέπει να πω βέβαια ότι ο Δημήτρης είναι ένα «τέρας» ευγένειας -εγώ δεν είμαι τόσο ευγενική, μπορεί πάνω στην τρέλα να ξεφύγω και λίγο. Εκείνος όμως πάντα φτιάχνει ένα πολύ γαλήνιο κλίμα, για όλους τους συνεργάτες του, όχι μόνο για μένα.

Ηρώδειο/ Ευαγγελία Θωμάκου

Πώς είναι ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου ως μπαμπάς;

Είναι λίγο χαζομπαμπάς, σε διάφορα αναπάντεχα ζητήματα. Επίσης είναι πολύ προστατευτικός. Το Πάσχα εγώ και το παιδί μπήκαμε στη θάλασσα και πήρε ένα κρύωμα. Εγώ το θεωρώ δεδομένο ότι παιδιά είναι, θα αρρωστήσουν κιόλας και σε κάνα δυο μέρες θα τους περάσει. Ο Δημήτρης, αν μπορούσε, θα είχε το παιδί με το μπουφάν στην παραλία!

ΟΙ ΤΡΟΜΕΡΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

 

Ένα κορίτσι μια φορά το πέταξαν στα βράχια

αφού τo βασανίσανε με μίσος φοβερό.

Δεν είχαν φόβο: ήξεραν πως θα τους πούνε “άντρες”

κι έτσι θα ξεχωρίσουνε μάγκες μες στον σωρό.

 

Κι έπειτα μίλησαν πολλοί για κείνη την κοπέλα

κι είπαν τους δύο φονιάδες της κτήνη ελεεινά,

τέρατα που γεννήθηκαν σε έναν κόσμο-τέρας,

μια άρρωστη διαστροφή που ζέχνει αποφορά.

 

Μα είπανε πως έφταιγε κι εκείνη η καημένη,

που ήσανε απρόσεκτη μέσα στην παγωνιά:

«Eίναι συνήθεια των αντρών να δέρνουν τις γυναίκες,΄

ή και να τις βιάζουνε – στρέχει από παλιά.»

 

Κι ύστερα όλοι γύρισαν στις θλιβερές δουλειές τους,

σε γυμναστήρια, γήπεδα, σε καψιμί στρατού

Με τον καιρό ξεχάσανε το δάκρυ της κοπέλας,

το σώμα που βιάστηκε, τον τρόμο του πνιγμού.

 

Και οι μανάδες ντύνουνε τα δύστυχα παιδιά τους

ράμπο και καουμπόιδες σε κάθε αποκριά.

Κι οι πατεράδες τρέχουνε τους γιους τους στα μπουρδέλα

για ν’ αγοράσουν ανδρισμό πληρώνοντας λεφτά.

 

Και κάθε βράδυ ρίχνουμε στα βράχια μια γυναίκα

κι έπειτα μένουμε μουγγοί μέσα στην παγωνιά,

γιατί αυτό μας έμαθαν οι τρομεροί αιώνες,

να φτιάχνουμε έναν φονιά στην αντρική καρδιά.

*Κεντρική φωτογραφία: Από την Ολυμπιακή φλόγα/ Αφροδίτη Ζαγγανά

SHARE THE STORY