Δημήτρης Σέρφας: Όταν λατρεύεις τη μητέρα

Ο Δημήτρης Σέρφας, που σύντομα αγαπήθηκε μέσα από την τηλεόραση, βάζει πλώρη στο θέατρο με τον Μάξιμο Μουμούρη καθοδηγητή!

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Έβαλα αυτόν τον τίτλο στη συνέντευξη του νεαρού γλυκύτατου Δημήτρη, διότι ειλικρινά δεν έχω ακούσει άνθρωπο, πόσο μάλλον δε αγόρι, να μιλά με τέτοια τρυφερότητα και λατρεία για τη μητέρα του. Με συγκίνησε τόσο, του το είπα συμπληρώνοντας πως εύχομαι και ο γιος μου κάποτε να μιλά έτσι για εμένα. Ο «Άγγελος» των «Καλύτερων μας Χρόνων» και ο «Γρηγόρης» του «Προξενιού της Ιουλίας» ανεβαίνει στη σκηνή υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Μάξιμου Μουμούρη που σκηνοθετεί το νεοελληνικού έργου «Ονειρα Γλυκά» του Μιχάλη Μαλανδράκη στο θέατρο «Τόπος Αλλού».

Μεγαλώσατε στην Κρήτη. Πώς έγινε η αλλαγή ζωής;

Μεγάλωσα στην Κρήτη, με τη μητέρα μου (της οποίας η οικογένεια – αδέλφια, παππούς και γιαγιά, ήταν ψαράδες) καθώς χώρισε με τον πατέρα μου ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Κρητικός. Πήγα εκεί σχολείο και όταν ήμουν στο λύκειο σκεφτόμουν διάφορα πράγματα που θα ήθελα να κάνω μην ξέροντας τι από αυτά να επιλέξω. Ήθελα να γίνω μάγειρας, κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ, με ενδιέφερε ιδιαιτέρως η αρχιτεκτονική αλλά τα μαθηματικά μού φαίνονταν δύσκολα, μέχρι που μπήκα στη θεατρική ομάδα, όπου περνούσα πάρα πολύ ωραία. Ημουν πολύ συγκεντρωμένος, μου άρεσε, αλλά μέχρι εκεί -το έβλεπα σαν χόμπι. Κάποια στιγμή όμως, ενώ ήμουν στη Γ’ Λυκείου, μας πήγαν εκδρομή στην Αθήνα για να δούμε μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Οταν πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα, χωρίς καν να έχει ξεκινήσει η παράσταση, και είδα τη σκηνή, όλα έλαμψαν. Ημουν σίγουρος ότι αυτό ήθελα να κάνω! Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και της είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός και ότι ήμουν σίγουρος για αυτό.

Στο σχολείο ήσασταν καλός μαθητής;

Δεν θα έλεγα ότι ήμουν καλός μαθητής στις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Στην Α’ Λυκείου ήμουν καλός και τότε ήταν που με ενδιέφερε και η αρχιτεκτονική, γιατί μου άρεσε η γεωμετρία αλλά όχι και τα μαθηματικά. Μετά, που μπήκα και στη θεατρική ομάδα, οι επιδόσεις μου στα μαθήματα άρχισαν να πέφτουν.

Με τον πατέρα σας έχετε καλή σχέση;

Ναι, τα πάμε μια χαρά, δεν έχει γίνει ποτέ κάτι άσχημο μεταξύ μας και τώρα που μένω στην Αθήνα, το σπίτι του είναι δεκαπέντε λεπτά από το δικό μου. Γενικά μεγάλωσα ήρεμα, παρ’ όλο που οι γονείς μου δεν ήταν μαζί.

 

Τι κάνατε μετά το λύκειο;

Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, αλλά δεν πέρασα. Πήγα στη σχολή δραματικής τέχνης Αγ. Βαρβάρας «Ιάκωβος Καμπανέλλης», όπου είναι διευθυντής ο Μάξιμος Μουμούρης. Στη σχολή δεν έτυχε να τον έχω καθηγητή, αλλά για καλή μου τύχη τον έχω τώρα σκηνοθέτη και τον νιώθω και ως καθηγητή μου, γιατί μου μαθαίνει πολύ σημαντικά πράγματα. Ο Μάξιμος είναι ένας πολύ μορφωμένος και έξυπνος άνθρωπος, έχει πολλά να σου δώσει και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο, ειδικά σε ένα νέο ηθοποιό. Με παραδείγματα από τον εαυτό του, άλλους ηθοποιούς, με τεχνικές, ακόμη και τις παραμικρές λεπτομέρειες όσον αφορά την υποκριτική.

Εσείς διαβάζετε γενικά για να καλύψετε προφανώς κενά που υπάρχουν στη γενική σας παιδεία που είναι τόσο απαραίτητη στο επάγγελμά σας;

Ναι, όσο περισσότερο μπορώ, γιατί ισχύει πως νιώθω ότι έχω αρκετά κενά. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου, ακόμη και ντροπή θα μπορούσα να πω, είναι ότι δεν έχω κάτσει να διαβάσω αρκετά. Μου αρέσει το διάβασμα, αλλά επειδή είμαι δυσλεκτικός σε αρκετά μεγάλο βαθμό, είναι κάτι που με δυσκολεύει. Το προσπαθώ όμως, και χρησιμοποιώ και τα audio books. Απλώς επειδή έχει να κάνει και με τον λόγο, καλό είναι να διαβάζω, να τα λέω δυνατά, να προσέχω την ορθοφωνία, γιατί όλα αυτά τα χρειάζομαι για τη δουλειά μου. Από τότε που βγήκα από τη σχολή και έχω λίγο περισσότερο χρόνο προσπαθώ όσο μπορώ να ασχολούμαι με αυτό, γιατί κατάλαβα ότι πρέπει κι εσύ μόνος σου να προσεγγίσεις πράγματα. Είναι τόσο πολλά αυτά που πρέπει να μάθεις…

 

Πώς ήρθε η πρώτη δουλειά σας;

Λίγο πριν βγω από τη σχολή, μου πρότειναν να περάσω από μία οντισιόν για μία σειρά που παιζόταν στην τηλεόραση. Την είχα δει και μου άρεσε -ήταν «Τα καλύτερά μας χρόνια». Με είδαν και τους άρεσα υποθέτω, γιατί μου είπαν να πάω και δεύτερη φορά. Τότε ήταν και ο σκηνοθέτης εκεί, με πήραν τελικά και ξεκίνησα με τον ρόλο του Αγγελου Αντωνόπουλου. Πέρασα υπέροχα, ήταν μια φανταστική δουλειά και ξεκίνησα με μια πολύ καλή συνθήκη.

Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που έχετε ως ιδιαίτερο εφόδιο για τη δουλειά σας;

Η αλήθεια είναι ότι -κακώς βέβαια- δεν είναι ότι πιστεύω πως λέω φανταστικά τα λόγια μου ή έχω ένα απίστευτο υποκριτικό ταλέντο, ένα αστέρι από πάνω μου που με φωτίζει. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, επειδή μεγάλωσα με τη μάνα μου, που είναι μια πολύ καλή και ευγενική γυναίκα και τη θαυμάζω, νομίζω ότι μου «πέρασε» αυτή την ευγένειά της. Οπότε αυτό που μου λένε οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι είναι ότι έχουμε καλή επικοινωνία, κάτι που πιστεύω ότι είναι ένα καλό βασικό στοιχείο που έχω για να δουλέψω με κάποιον. Πράγματι, θα τον ακούσω τον άλλον, θα τον υπολογίσω, θα είμαι ευγενικός μαζί του. Όταν ήρθα στην Αθήνα, συναντούσα έκπληκτος πολλές περιπτώσεις επιθετικότητας – ακόμη και στον δρόμο μπορεί να μου την έλεγε κάποιος. Μπορεί να πέρναγα με το ποδήλατο από μπροστά του και με κοίταζε λες και ήθελε να με σκοτώσει. Είναι πολύ περίεργο συναίσθημα να σε κοιτάζει έτσι κάποιος που δεν σε ξέρει. Ήταν πολύ ξένο αυτό για μένα. Χρειαζόμαστε την καλοσύνη και την ευγένεια, είναι πολύτιμα και τα δύο.

Είναι πολύ συγκινητικό να μιλάτε με αυτά τα λόγια για τη μητέρα σας. Τι δουλειά κάνει;

Πρώτα απ’ όλα είναι μια φανταστική γυναίκα. Είναι δικηγόρος, κάτι όμως που δεν της αρέσει ιδιαίτερα. Στην πραγματικότητα ήθελε να γίνει νηπιαγωγός, οπότε νιώθω πως όλο το ενδιαφέρον και την αγάπη της για τα παιδιά τα έδωσε σε μένα. Είμαι σίγουρος ότι θα ήταν πολύ καλή ως δασκάλα, με μένα τουλάχιστον το πέτυχε. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσα χρωστάω σε αυτή τη γυναίκα και εκείνη το μόνο που θέλει, είναι να ακούει τα καλά μου λόγια. Κάτι που κάνω εντελώς αυθόρμητα και ειλικρινά, δεν το κάνω για να το ακούσει. Σε λίγες μέρες την περιμένω να έρθει, για να δει και την παράσταση που παίζω, αλλά μιλάμε καθημερινά στο τηλέφωνο. Τη ρωτάω πώς της φάνηκαν διάφορα πράγματα στη σειρά που παίζω, γιατί εμπιστεύομαι την άποψή της, δεν θα μου χαϊδέψει τ’ αυτιά. Μόνο στο τέλος της κριτικής της θα μου πει και ένα «δεν πειράζει», που στην ουσία θέλεις και αυτό να το ακούσεις. Είναι κάτι που πρέπει κι εμείς να το λέμε στον εαυτό μας. Δεν πρέπει πάντα να παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο σοβαρά ή τέλος πάντων δεν πρέπει ένας 23χρονος άνθρωπος.

Γιατί, πιστεύετε, το θέμα της βεντέτας, που αφορά άμεσα και την Κρήτη, υπερτονίζεται ακόμη και σε σειρές που βγαίνουν στην τηλεόραση;

Πρώτα απ’ όλα να πω ότι το θέμα της βεντέτας είναι κάτι που με ενοχλεί πολύ και δεν θέλω καν να μπω στη διαδικασία να το καταλάβω. Από ‘κει και πέρα, δεν ξέρω, μάλλον αρέσει στον κόσμο το δράμα. Τρεις σειρές που παρακολουθώ φέτος γιατί παίζουν και γνωστοί μου, όλες ξεκίνησαν με φόνο. Μάλλον ως χώρα έχουμε μια συνταγή που αφορά τα σίριαλ και την ακολουθούμε. Τώρα πόσο καλό είναι αυτό σε μια εποχή με τόσο διάχυτη γύρω μας τη βία είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίζει. Έχουν αλλάξει τα πράγματα παντού, προς το χειρότερο. Υπάρχουν συμμορίες ανηλίκων, κάτι που όταν ήμουν εγώ στο λύκειο, δηλαδή πριν 5-6 χρόνια, δεν άκουγες καν. Πότε πρόλαβαν να αλλάξουν τα πράγματα τόσο γρήγορα; – αναρωτιέμαι. Τώρα βλέπεις ακόμη και μαθητές λυκείου να πουλάνε ναρκωτικά.

 

Ας περάσουμε στο θέατρο λοιπόν, εκεί που τα πράγματα είναι πιο ήπια. Πείτε μου λίγα πράγματα για την παράσταση που ετοιμάζετε, τα «Ονειρα γλυκά».

Πρόκειται για ένα φανταστικό κείμενο του Μιχάλη Μαλανδράκη. Όταν μου το είχε στείλει ο Μάξιμος για να το διαβάσω, παρ’ όλη τη δυσκολία μου λόγω δυσλεξίας που με κάνει γρήγορα να τα παρατάω, το τελείωσα με τη μία. Ηταν τόσο απολαυστικό αυτό που διάβαζα, που με παρέσυρε εντελώς. Μιλάει για μια οικογένεια σε ένα ζαχαροπλαστείο, οπότε μπαίνει στη μέση και η μαγειρική που τόσο μ’ αρέσει… Εχουμε τρεις χαρακτήρες, τη μαμά με τους δυο γιους της, που ο καθένας έχει τους δικούς του στόχους, είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά έχουν δίκιο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, σύμφωνα με αυτά που έχει περάσει. Αυτό που μου βγαίνει εμένα από το κείμενο είναι το πόσο οι άνθρωποι φοβούνται να κάνουν κάτι καινούργιο και να βγουν από κάτι που δεν τους αρέσει -από έναν χωρισμό μέχρι μια άλλη δουλειά, εντελώς διαφορετική. Επαναπαυόμαστε πολύ εύκολα και φοβόμαστε να ξεκινήσουμε κάτι από την αρχή, φοβόμαστε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει το καλό, γιατί και η δυστυχία συνηθίζεται. Στο έργο, ο ένας αδελφός επαναλαμβάνει μια πολύ σημαντική ατάκα που έλεγε ο πατέρας, ο οποίος έχει πεθάνει, και είναι η εξής: «Η τέχνη της ζωής είναι η τέχνη του εφικτού».

Παραλείψαμε τη μαγειρική. Ποιες είναι οι δύο πιο καλές συνταγές σας;

Κάνω πάρα πολύ καλή καρμπονάρα και φανταστική τραχανόσουπα -συνταγή της μαμάς. Γενικά ό,τι φτιάχνω για πρώτη φορά, βγαίνει πολύ πετυχημένο. Το πρώτο παστίτσιο που έφτιαξα, είπα στη μάνα μου ότι ξεπέρασε το δικό της! Μετά όμως δεν μου ξαναβγήκε το ίδιο.

Στον δρόμο σάς αναγνωρίζει ο κόσμος;

Ναι, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, αρκετά. Μου αρέσει αυτό, έχει και λίγο πλάκα. Οι άνθρωποι που με σταματάνε στον δρόμο είναι πολύ ευγενικοί πάντα. Και μόνο που μου χαμογελάνε και με χαιρετάνε χωρίς να με ξέρουν προσωπικά, μόνο χαρούμενο μπορεί να με κάνει.

Τα «Ονειρα Γλυκά» ξεκίνησαν την Παρασκευή 15/03. «Τόπος Αλλού», Κεφαλληνίας 17, Αθήνα, τηλ. 210 86 56 004.

SHARE THE STORY

Exit mobile version