Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Υπάρχουν και τρυφεροί άνδρες

Ο κορυφαίος Βέλγος σκηνοθέτης Γκι Κασίερς ήρθε στην Ελλάδα για να σκηνοθετήσει τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στη διάσημη νουβέλα του Φιλίπ Κλοντέλ «Η Αγαπημένη του κυρίου Λιν». Και δημιούργησαν μία παράσταση- αριστούργημα.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

Μπορεί να τον είχα δει και πριν το 1997, όμως η «Βρωμιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου ήταν αυτή που δεν θα ξεχάσω ποτέ και που με έκανε να του ζητήσω την πρώτη συνέντευξη που θα μου έδινε για το Symbol του Επενδυτή. Ο νεαρός Κωνσταντίνος, μόνος στη σκηνή, υποδύεται έναν μετανάστη. Θυμάμαι το σοκ σχεδόν που είχα πάθει από την ερμηνεία του και αμυδρά, μου έρχονται στον νου κόκκινα τριαντάφυλλα. Νομίζω ο μετανάστης τα πουλούσε – μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν έχει σημασία.

Χθες, είδα τον Κωνσταντίνο, ακριβώς 27 χρόνια μετά, σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, και πάλι ενός ανθρώπου που είναι διωγμένος από τη χώρα του. Και βρίσκεται σε μία νέα χώρα όπου «Δεν υπάρχει καμιά μυρωδιά. Είναι μια χώρα χωρίς μυρωδιά».

Πριν φύγουμε χθες από την Πειραιώς, του ζήτησα το κείμενο για να παραθέσω ατόφιες φράσεις που με χτύπαγαν στην καρδιά (τον ευχαριστώ θερμά για αυτό). Ένα εξαιρετικό κείμενο, μια μετάφραση όνειρο, με τόσο όμορφες λέξεις, να κυλάνε στα αυτιά και να μπαίνουν απαλά στο σώμα και στο μυαλό και να φθάνουν στην ψυχή που για μιάμιση ώρα περίπου είχε αφεθεί στα χέρια του Κωνσταντίνου.

Ένα θέατρο γεμάτο, βουβό. Δεν ακούστηκε τίποτα παρά μόνο δύο φορές ένα τηλέφωνο που έπεσε στο πάτωμα. Είναι αυτή η σιωπή που συμβαίνει και κυριαρχεί εκκωφαντικά όταν κάτι σε κρατάει από παντού. Ο ηθοποιός, η σκηνοθεσία, το κείμενο.

Ένα εξαιρετικό κείμενο, μια μετάφραση όνειρο, με τόσο όμορφες λέξεις, να κυλάνε στα αυτιά και να μπαίνουν απαλά στο σώμα και στο μυαλό και να φθάνουν στην ψυχή που για μιάμιση ώρα περίπου είχε αφεθεί στα χέρια του Κωνσταντίνου.

Μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άνδρες – έναν γέροντα που φεύγει από τη χώρα του (εγώ φαντάστηκα από το Βιετνάμ) και έναν άνδρα, που μοιάζει λίγο τραχύς στις πρώτες δυο φράσεις, αλλά είναι ένας άνθρωπος-μέλι.

Και κάπως έτσι, στην εποχή της τοξικής αρρενωπότητας βλέπεις και την άλλη πλευρά. Άνδρες καλούς, γλυκούς, τρυφερούς, γεμάτους αγάπη, γεμάτους συναίσθημα. Και τι ωραία, σκέφτεσαι, υπάρχουν και τέτοιοι. Αλλά ποτέ δεν γράφουμε για αυτούς, σπανίως τους βλέπουμε πρωταγωνιστές – ειδικά μη πρωταγωνιστές μιας ερωτικής απογοήτευσης.

«Καθόμουνα πάντα σ’ αυτό εδώ το παγκάκι και την περίμενα. Έκλεινε τα αλογάκια της, το χειμώνα στις πέντε και το καλοκαίρι στις εφτά. Την έβλεπα από απέναντι όταν έβγαινε από το πάρκο. Με χαιρετούσε από μακριά. Κι εγώ επίσης. Αλλά σας κουράζω, συγχωρέστε με… Συγχωρέστε με, όλο μιλάω, μιλάω, αλλά, βλέπετε, μιλάω τόσο σπάνια πια… Θα σας αφήσω στην ησυχία σας. Παρακαλώ, μη με παρεξηγείτε για όλα αυτά που σας είπα.»

«Ο κύριος Μπαρκ ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του κυρίου Λιν . «Λοιπόν, αντίο, κύριε Τάο-λάι. Στο επανιδείν, ελπίζω».

Οι δύο άνδρες θα δεθούν παρότι δεν μιλούν καν την ίδια γλώσσα. Θα αγαπηθούν και θα νοιαστούν χωρίς να ξέρει ή να κατανοεί τίποτα ο ένας για τον άλλον. Παρότι, μάλλον ο ένας ήταν ο κατακτητής του άλλου. Και όμως, το νιώθεις τόσο κανονικό.

Σημασία σε αυτό το έργο έχει μόνο η νοσταλγία, η προσφυγιά, η ανθρωπιά, η αγάπη. Και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο δίνει αυτό με τον καλύτερο τρόπο. Άριστο.

«Ο κύριος Λιν προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει απ’ τον ώμο το φίλο του, μάταια, γιατί το χέρι του είναι πολύ μικρό για έναν τόσο μεγάλο ώμο. Οπότε, του χαμογελάει. Πασχίζει να εκφράσει πολλά πράγματα μ’ αυτό το χαμόγελο, περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν ποτέ να χωρέσουν οι λέξεις, οι όποιες λέξεις. Ύστερα, στρέφεται προς την ανοιχτή θάλασσα και δίνει στον χοντρό άντρα να καταλάβει ότι πρέπει κι εκείνος να κοιτάξει προς τα κει, όσο πιο μακριά μπορεί. Και τότε, με μια φωνή που δεν κρύβει μέσα της καμιά θλίψη, παρά μόνο χαρά, ο κύριος Λιν ξαναλέει το όνομα της πατρίδας του, που ηχεί ξαφνικά σαν ελπίδα κι όχι πια σαν οδύνη, προτού αγκαλιάσει το φίλο του με τα δυο του χέρια και αισθανθεί το κορμάκι της Σανγκ - Ντιου ανάμεσά τους προστατευμένο, χωρίς να κινδυνεύει να συνθλίβει απ’ τα σώματά τους».

Όλα τα νιώθεις αληθινά, και ας είναι όνειρο. Τόσο κανονικό σου φαίνεται, χωρίς καν να αμφισβητήσεις κάτι, να είναι ένας γέροντας με ένα εγγονάκι αγκαλιά σε ένα ψυχιατρείο. Για να διαψευστείς στο τέλος. Και πάλι ούτε αυτό έχει σημασία.

Σημασία σε αυτό το έργο έχει μόνο η νοσταλγία, η προσφυγιά, η ανθρωπιά, η αγάπη. Και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο δίνει αυτό με τον καλύτερο τρόπο. Άριστο. Σκεφτόμουν ότι για να το κάνεις αυτό τόσο καλά, έναν πολυπρόσωπο και πολυεπίπεδο ρόλο, πρέπει να έχεις ευαισθησίες, ευφυία, εμπειρία. Να έχεις ζήσει. Να ακούς. Να νοιάζεσαι. Να συζητάς. Να διαβάζεις. Να ταξιδεύεις. Να έχεις κλάψει. Να έχεις ερωτευθεί. Να έχεις χαρεί και απογοητευθεί. Να έχεις εκτεθεί και να έχεις αντέξει.

Όλα αυτά αφορούν τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Κωνσταντίνο. Που όπως μου είπε ότι στη «Βρωμιά» έπαιζε έναν ρόλο, εδώ κάνει μια αφήγηση. Που είναι πιο δύσκολο, διότι ουσιαστικά διηγείσαι ένα παραμύθι στο κοινό και οφείλεις να το παρασύρεις. Φυσικά, το υπέροχο κείμενο – οι τόσο ωραίες λέξεις τέλεια βαλμένες η μια δίπλα στην άλλη που όπως είπα είχα καιρό να απολαύσω- βοηθάει. Και η σκηνοθεσία – ευφάνταστη μινιμαλιστικά με διαφορετικά μέσα ενορχηστρωμένα.

Όμως αν αυτός ο ένας δεν είχε αυτή τη βαθιά ηρεμία, αυτόν τον τόνο φωνής που δεν σε τάραζε αλλά επέτρεπε στις λέξεις να παίξουν και να διεισδύσουν, τις απαλές εκφράσεις στο πρόσωπο που μαρτυρούσαν τον πόνο, την ευαισθησία και την κατανόηση, δεν θα γινόταν να καθηλώσει τόσο κόσμο. Τόσο απλά. Σε ευχαριστούμε.

SHARE THE STORY

Exit mobile version