Τα πολύτιμα καλοκαίρια της ζωής μου

Ένα ακόμα ελληνικό καλοκαίρι μπροστά μας – ίσως το πιο ζεστό από όλα όσα έχουμε περάσει με τα νέα κλιματικά δεδομένα, αλλά δεν παύει το καλοκαίρι, ειδικά στην πανέμορφη χώρα μας, να κάνει την καρδιά μας να σκιρτά.

ΑΠΟ ΕΛΕΝΑ ΜΑΚΡΗ

Τη ζωή μου τη μετρώ πρώτα με καλοκαίρια και τους χειμώνες –όσους συμπαθώ– τους προσθέτω στο τέλος, γι’ αυτό βγαίνω κερδισμένη στο μέτρημα των χρόνων και ευχαριστημένη στο τέλος.

Δύσκολο καλοκαίρι το φετινό, χωρίς την ξενοιασιά άλλων, παλιών χρόνων, αλλά είμαι σίγουρη ότι είμαστε πολλοί που νιώθουμε έτσι. Ναι, σίγουρα το θέρος φέτος με δοκιμάζει και το δοκιμάζω κι εγώ. Να δούμε ποιος θα αντέξει πιο πολύ, παιχνίδι για δύο δυνατούς παίκτες. Κάποτε οι διακοπές, αν και η λέξη ερχόταν πρώτη στα αγαπημένα, έβγαιναν αβίαστα, χωρίς σχέδιο, αλλά πάντα πετύχαιναν. Έρχονταν στο τέλος να μας επιβραβεύσουν σαν κερασάκι στην ωραιότερη σοκολατένια τούρτα του χρόνου που έτρωγες όλη χωρίς δισταγμό. Από τις πρώτες αυγουστιάτικες εξορμήσεις των παιδικών μου παιχνιδιών, στις Μηλιές και στη Γατζέα του Πηλίου και στα Καμένα Βούρλα, πνιγμένες από Θεσσαλούς παραθεριστές που αναμετριούνταν σε λογαριασμό με τα τζιτζίκια στα πεύκα, έφτασα στα στενά πλινθόκτιστα σοκάκια των Σπετσών, του Πόρου, της Κέρκυρας και της Ύδρας της εφηβείας μου, με γλέντια μέχρι το χάραμα, χορούς στις ντίσκο ώσπου να ανατείλει ο ήλιος και ηλιοθεραπεία σερί για να σπάσουμε το φράγμα του χρόνου και του ύπνου.

Από τότε έχουν περάσει πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Είμαι κάπου στο πολύ βάθος το ίδιο κορίτσι, αλλά ξαφνικά, προχθές, Κυριακή βραδάκι, τρόμαξα όταν είδα στον καθρέφτη του αεροδρομίου να με κοιτάζει, ταλαιπωρημένη από ισχιαλγία, μια άγνωστη μεσήλικη, ίδια η νεκρή μάνα μου, με κομμένα από κούραση και πόνο μάτια. «Πότε πρόλαβα να μεγαλώσω τόσο, και μάλιστα καλοκαίρι, που υποτίθεται ότι είμαι στα καλύτερά μου;», αναρωτήθηκα βλέποντάς με στο χειρότερο –ιερής εξέτασης– φως, αυτό μιας δημόσιας τουαλέτας, και έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου σαν τυφλή που πρώτη φορά το ψηλαφούσε για να βρει τον μπούσουλά της. Απογοήτευση και τρόμος σε ένα. Τα μηνίγγια μου σφυροκοπούσαν στην ερώτηση: «Πότε πρόλαβα και άφησα όλα τα πολύτιμα καλοκαίρια μου τόσο γρήγορα πίσω;».

Οι διακοπές με νεαρό σύντροφο, κρυφά από γονείς, σε ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό… Έχουν περάσει αιώνες από τότε που καταστρώναμε σχέδια – σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνουμε, πού, πώς, πότε, με τι, πώς θα μας φτάσουν τα χρήματα για όλο το δεκαήμερο. Θυμάμαι ωστόσο αμυδρά μια λεπτή καλοσχηματισμένη κοπέλα που περνούσε ωραία με τον καλό της σε υπέροχα ταξίδια, σε μικρά πανδοχεία –rooms to let μια χώρα ολόκληρη–, σε μοναχικά καταφύγια σε νησάκια, σε βόλτες ανά την Ελλάδα με καράβια, τρένα, αεροπλάνα έως και με μηχανές.

Αργότερα, ως παντρεμένη, αξέχαστες εξορμήσεις με σκάφος ανά τη νησιωτική Ελλάδα αλλά και στην Κυανή Ακτή, στο Κάπρι και όπου γης και πατρίς. Όνειρα καλοκαιρινά, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα, που βγήκαν αληθινά, σαν μια καλή νεράιδα να πραγματοποίησε όλες τις ευχές μου μαζεμένες, και είμαι ευγνώμων για αυτό.

Κι έτσι ξαφνικά ήρθαν τα παιδιά, μαζί με πλαστικά κουβαδάκια, τσουγκράνες και φτυαράκια παντού, με ξεμαλλιασμένες Άριελ γοργόνες και τσουρομαδημένους Μπάτμαν να κουβαλιούνται σε κάθε παραλία. Όπου άμμος και χαλίκι, κι εμείς, ανάκατοι με απόχες, μπάλες, νερόμπαλες, ρακέτες, πλαστικά πεδιλάκια για βότσαλα, βατραχοπέδιλα και μπρατσάκια, κουλούρες φρίσμπι και ό,τι άλλο είχε εφεύρει η παιχνιδοβιομηχανία για κατάπαυση των παιδικών πυρών εν ώρα θερινής ραστώνης.

Το καλοκαιρινό μας σπίτι ως πενταμελούς οικογένειας ήταν για μεγάλο διάστημα παντού και τα πάντα: κρεβάτι σε ξενοδοχείο, καμπίνα σε σκάφος, φουσκωτό και, τέλος, οικογενειακό σπίτι σε νησί με υπέροχες αναμνήσεις – ο πιο πολύτιμος θησαυρός μου, τα καλύτερα καλοκαίρια μου, οι θερινές μου ανάσες που φτάνουν για δύο ζωές. Κυνήγι χαμένου θησαυρού με μένα αρχηγό ενώ τα απογευματινά τζιτζίκια έσκουζαν δυνατά από ζέστη και όλα τα πιτσιρίκια και τα ξαδέρφια τους πήγαιναν πάνω, κάτω, δεξιά και πλαγίως στα καλντερίμια γύρω από το κυκλαδίτικο σπίτι μας ψάχνοντας το κρυμμένο πράσινο –γυάλινο– διαμάντι για το οποίο τα παιδιά μου ήταν πεπεισμένα ότι ήταν αληθινό.

Εγώ μια Ελληνίδα μάνα με τα όλα της καθώς τα χρόνια περνούσαν, με τα ατέρμονα ξενύχτια της, να μαζεύει λίγο αργότερα δύο εφήβους ενώ είχε βάλει τον 4χρονο με πολλά βάσανα για ύπνο. Ντυμένη με άσπρη ανεμίζουσα νυχτικιά, να περιμένει νυσταγμένη στο αυτοκίνητο με αλάρμ έξω από νησιώτικα κλαμπ στις 3 και 4 το πρωί, συμπάσχοντας με άλλους γονείς στην ίδια ενδυματολογική κατάσταση και πικρό χαμόγελο ταλαιπωρίας και ξενυχτιού στα χείλη.

Το επόμενο χρονικά στάδιο των καλοκαιριών μου περιείχε τη συγγραφή δύο αγαπημένων βιβλίων μέχρι που με έβρισκε η Ανατολή ατενίζοντας τη Δήλο, το νησί που έγραψε και συνεχίζει να γράφει ιστορία πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο μέρος έχω επισκεφθεί στη ζωή μου. Καλοκαίρι 2011. Ένα ασύλληπτα δημιουργικό, γεμάτο θερινή εργασιομανία διάλειμμα που μου άφησε την περγαμηνή της εμπειρίας της συγγραφής, ένα μόνιμο αυχενικό πρόβλημα και μια συνεχή διάθεση να ξαναγράψω – όπως κάνεις συνεδρία με ψυχολόγο και πρέπει να ξανακάνεις, κάπως έτσι.

Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, πηγαίνουν και γυρίζουν μόνα τους τα ξημερώματα με τα αυτοκίνητά τους ή, αν έχουν πιει, με ταξί ενώ ανταλλάσσουμε μηνύματα σαν να μην πέρασε μια μέρα: «έφτασες;», «αργείς;», «μην πιεις»… Άπαντες ακολουθούν το πρόγραμμά τους. Το δικό μου έχει μεταλλαχθεί στο πρόγραμμα μιας γυναίκας που έζησε τα πάντα στο έπακρο και για πολύ, μιας γυναίκας που έχει χορτάσει την καλή ζωή, αλλά δεν θέλει να σταματήσει ακόμη, σαν από παιδικό καπρίτσιο, να ονειρεύεται καλοκαιρινές διακοπές. Πάντα η ίδια Έλενα, κι όμως τόσο διαφορετική πλέον, όπως μόνο εγώ ξέρω.

SHARE THE STORY

Exit mobile version