Οι τελευταίοι των άναλογκ Μοϊκανών

Οι τελευταίοι των άναλογκ Μοϊκανών 1
Unsplash.com

Από τον σουρεαλισμό του «πάρτε το μηδέν», στον ζυγό του πανδαμάτορα αλγόριθμου -μια γενιά που μοιάζει να βρίσκεται μονίμως στον κυλιόμενο διάδρομο του αεροδρομίου, σε μια αέναη κίνηση εναλλαγής εικόνων που περνούν και χάνονται.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Συνειδητοποιείτε μήπως ότι είμαστε η τελευταία γενιά στη Γη, η οποία γνωρίζει πώς ήταν η ζωή πριν τα σόσιαλ μίντια;» διαβάζω σε ένα ποστ στο ίνσταγκραμ, από αυτά που λειτουργούν σαν κανίσκι ράντομ σοφίας, ωστόσο η τετριμμένη αυτή φράση είναι ικανή να πυροδοτήσει κάποιες σκέψεις για το πριν και το τώρα -το μετά παραμένει αβέβαιο και έκτακτο σαν κάποιο απρόσμενο καιρικό φαινόμενο της κακοκαιρίας Boris.

«Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου» γράφει ο Μάκης Μαλαφέκας στο εξαιρετικά εθιστικό Deep Fake, το «λάθος μυθιστόρημα» όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο και συνεχίζει απνευστί την περιγραφή του για τους Generation X της πόλης αυτής:

«Άτομα που έζησαν την τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο πάρα πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δε θα μας καταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερα σοβαρά απ’ όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε».

Ο Μαλαφέκας πυροδοτεί έντεχνα την πρόσφατη μνήμη της τελευταίας γενιάς που δούλεψε στα πρώτα της σκιρτήματα σε γραφεία χωρίς υπολογιστές, που έμοιαζαν με εικόνες του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν.
Οι τελευταίοι των άναλογκ Μοϊκανών 2

Ο Μαλαφέκας πυροδοτεί έντεχνα την πρόσφατη μνήμη της τελευταίας γενιάς που δούλεψε στα πρώτα της σκιρτήματα σε γραφεία χωρίς υπολογιστές, που έμοιαζαν με εικόνες του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν. Της τελευταίας γενιάς που έπαιξε με το καλώδιο του τηλεφώνου στις μαραθώνιες, ατέρμονες συζητήσεις της μετεφηβικής πάλης με την ίδια την ύπαρξη. Της τελευταίας γενιάς που είχε χρόνο και κέφι για τηλεφωνικές, αθώες φάρσες που δε σήμαιναν τίποτα -σήμερα οι τηλεφωνικές φάρσες μπορεί για πλάκα να αφαιρέσουν από το «θύμα» μεγάλο μέρος των τραπεζικών καταθέσεών του.

Της τελευταίας γενιάς που άκουσε την ώρα από την Καλλιόπη Παΐσιου (κατά κόσμον Πιπίτσα) στο αυτοματοποιημένο τηλεφωνικό σύστημα εκφώνησης του ΟΤΕ καλώντας το 141. Της τελευταίας γενιάς που φόρεσε ρούχα ραμμένα από «τριήμερο μοδίστρας στο σπίτι» με κάθε αλλαγή σεζόν. Της τελευταίας γενιάς που διάβασε τον οδικό χάρτη για να βρει τη σωστή έξοδο στη Συγγρού και ξεφύλλισε τον τηλεφωνικό οδηγό με το δάχτυλο για να βγει το όνομα ενός παθολόγου.

Είμαστε η τελευταία γενιά που μύριζαν τσιγάρο τα ρούχα της και τα μαλλιά της βγαίνοντας από ένα 8ωρο εντός γραφείου, που έβαζε σουλφαμιδόσκονη στις πληγές από το παιχνίδι στη γειτονιά, που διάβαζε αντί να σκρολάρει, που δεν ξάπλωνε στο ντιβάνι αλλά στα ντιβάνια.
Οι τελευταίοι των άναλογκ Μοϊκανών 3

Της τελευταίας γενιάς που μύριζαν τσιγάρο τα ρούχα της και τα μαλλιά της βγαίνοντας από ένα 8ωρο εντός γραφείου, που έβαζε σουλφαμιδόσκονη στις πληγές από το παιχνίδι στη γειτονιά, που διάβαζε αντί να σκρολάρει, που δεν ξάπλωνε στο ντιβάνι αλλά στα ντιβάνια.

«Φρικιά με έπαρση και ταλέντο που πέρασαν ξυστά απ’ το να καταλάβουν κάτι σημαντικό αλλά που δεν το κατάλαβαν, που κάτι πήραν κι από το ’80 και κάτι τσίμπησαν κι απ’ το ’70, αλλά που τα ξέρασαν όλα μια νύχτα του 2002 σε κάποιο πάρτι στην Πανεπιστημιούπολη...» συνεχίζει ο Μαλαφέκας την κατάδυση υπό τον αφρό των ημερών των 90s για να καταλήξει στο εδώ και τώρα:

Οι τελευταίοι των άναλογκ Μοϊκανών 4

«...Κι απέτυχαν. Και παραδόθηκαν στη μοναξιά ή στην εξουσία, ή και στα δύο. Ένα πρωί στο γραφείο κάποιου κουλ διαφημιστή, στη ρεσεψιόν μιας χώρας που σάπιζε λεπτό με το λεπτό, σε έναν καταθλιπτικό αλγόριθμο που τους έλεγε στο εξής ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι, σε μια ντιζάιν πολυθρόνα καρφωμένοι για πάντα σαν ανάπηροι με μόνο όπλο τη διαρκή ειρωνεία, σε ένα μπαρ με ακίνητο νεγκρόνι κι άδεια ένταση...».    

Κοιμηθήκαμε ασφαλείς και ξυπνήσαμε μετέωροι; Πάντα έτσι ήμασταν; Ο εγκλεισμός μέσα στα σόσιαλ μίντια ενισχύει τις παραισθήσεις; Ό,τι μας ενδιέφερε μέχρι χτες, σήμερα είναι άκυρο;

Ας περιμένουμε λίγο. Νέες ιστορίες θα προκύψουν και ντεμπιτάντ ευκαιρίες θα αναπηδήσουν. Ποιοι θα επιβιώσουν; Αυτοί που επιβίωναν πάντα. οι ανθεκτικοί, οι ευπροσάρμοστοι, οι τυχεροί και οι storytellers.

SHARE THE STORY

Exit mobile version