Μεταμορφωθήκατε σε Γιώργο Φούντα, μεταφέροντάς μας στο ένδοξο παρελθόν της «Στέλλας», που κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1956 και το βραβείο Καλύτερης Ταινίας Ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Πώς αισθανθήκατε με αυτή την αναβίωση;
Ήταν τιμή μου. Ο Γιώργος Φούντας ήταν ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου και ο Μίλτος ένας από τους πιο εμβληματικούς ρόλους. Η ψευδαίσθηση της μετενσάρκωσης ήταν δημιουργική και προσεγμένη από όλους τους συντελεστές και τους αξίζουν συγχαρητήρια. Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει και στο GRACE για την πρωτοβουλία. Είναι αξιέπαινο και σπάνιο να τιμάς προσωπικότητες και καλλιτεχνικές αναζητήσεις που χάραξαν το σημάδι τους στην πολιτιστική –και όχι μόνο–ιστορία. Αυτό που ξεχωρίζω από την ταινία είναι η αποτύπωση του ψυχισμού μιας γυναίκας που έψαχνε το δρόμο της και άρθρωνε τα ζητούμενά της σε μια εποχή και κοινωνικές συνθήκες όπου δεν ήταν εύκολα αποδεκτά. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η Στέλλα είναι μία από τις πιο γοητευτικές επαναστάτριες της λογοτεχνίας και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Πόσο σημαντικό είναι στις μέρες μας οι νεότεροι ηθοποιοί να παραδειγματίζονται από την πορεία και το έργο των παλιότερων;
Έχω την αίσθηση ότι η πορεία και το έργο σπουδαίων καλλιτεχνών, ιδίως όταν συμπλέουν με εμπνευσμένες διαδρομές ζωής, αποτελούν φωτεινό φάρο για τους νέους. Χωρίς μιμητικές διαθέσεις, καθώς καθείς καταθέτει και στην καλλιτεχνική του πραγμάτωση αλλά και στον προσωπικό του βίο τα δικά του ερεθίσματα, που μεταφράζονται σε προσλαμβάνουσες και μετουσιώνονται σε ατομικές πράξεις.
Τα ιερά τέρατα φοβάμαι να τα αγγίξω ακόμα και με τα ακροδάχτυλά μου.