4 χρόνια με Covid και το 1 μεγάλο μάθημα της ζωής μου

Σήμερα μπορούμε να πούμε πως η πανδημία «κόπασε» αλλά το ψυχικό αποτύπωμα έμεινε εκεί αλώβητο παρά την ανθεκτικότητα που διακρίνει την ανθρώπινη φύση.

ΑΠΟ ΕΛΕΝΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

26 Φεβρουαρίου 2020. Σήμερα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα, από τότε που με έναν αρκετά πρωτόγνωρο τρόπο γίναμε οι «πρωταγωνιστές» του Contagion χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα για όσα (δεινά) θα μας έβρισκαν στη συνέχεια.

Η σειρά επιστημονικής φαντασίας, που γυρίστηκε το 2011 και προέβλεψε με τρομακτική επιτυχία την πανδημία, έγινε η καθημερινότητά μας όπως το 13033, ο καθημερινός «φρουρός» των μετακινήσεων μας.

Σήμερα μπορούμε να πούμε πως η πανδημία «κόπασε» αλλά το ψυχικό αποτύπωμα έμεινε εκεί αλώβητο παρά την ανθεκτικότητα που διακρίνει την ανθρώπινη φύση. Ίσως δεν υπάρχει κανένα σπίτι που να μην έζησε τον άγνωστο -στην αρχή- ιό σε πρώτο πρόσωπο. Ο εγκλεισμός έγινε αναγκαστικός φίλος, και η μάσκα απαραίτητο αξεσουάρ.

Θυμάμαι πως η 26η Φλεβάρη ήταν η τελευταία μέρα που βγήκαμε από το σπίτι μας με ξεγνοιασιά χωρίς ο ένας να κοιτάει τον άλλον με τρόμο στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί να μεταφέρει και –ακόμη χειρότερα- να μεταδίδει τον ιό.

istockphoto.com

Αν υπάρχει κάτι πολύ πιο έντονο από τον ίδιο τον Covid, αυτό είναι το τραυματικό βίωμα του καθενός. Προσωπικά δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Μάρτιο του 2021 όταν ο κορωνοϊός «χτύπησε» και τη δική μου πόρτα. Χωρίς να το γνωρίζω, είχα πάνω μου τον ιό και τον μετέφερα ανενόχλητη στα αγαπημένα μου πρόσωπα. Ανήκα στην πιο επικίνδυνη ομάδα, εκείνη των «ασυμπτωματικών» οπότε αυτό σημαίνει ότι ένιωθα υγιής χωρίς να είμαι. Έτσι, πήρα την απόφαση να επισκεφθώ το πατρικό μου για να πάρω λίγα ρούχα ώστε να ανανεώσω τη ντουλάπα του νέου μου σπιτιού. Εκείνες οι δύο ώρες που έκατσα με τους γονείς μου ήταν αρκετές για να γίνει η διασπορά.

Την επόμενη μέρα η μητέρα μου ήταν θετική και δύο μέρες μετά, το ίδιο και ο πατέρας μου. Κι εκεί ξεκινάει ο γολγοθάς… Ένα μαρτύριο που δεν έχω περιγράψει με λεπτομέρειες σχεδόν σε κανέναν μέχρι σήμερα. Υψηλός πυρετός, άγριος και ξηρός βήχας, έντονος πονοκέφαλος κι ένα οξυγόνο που όλο και λιγόστευε.

Η μέρα είχε χωριστεί σε 12ωρα ώστε να μπορώ να επιβλέπω και τους δύο. Από τα πρώτα 24ωρα, ήταν φανερό πως η επιδείνωση ήταν αναπόφευκτη. Κι ενώ φοβόμουν περισσότερο την κατάσταση της μητέρας μου, η οποία από τη δεύτερη μέρα λιποθύμησε στα χέρια μου χωρίς να ανακτά γρήγορα τις αισθήσεις της, το οξυγόνο του πατέρα μου άρχισε να πέφτει κατακόρυφα τη στιγμή που ο πυρετός έφτανε στα ύψη. Ρίγη, ιδρώτας και δυσκολία ακόμη και κατά τη μεταφορά του από το κρεβάτι στο μπάνιο.

Το οξύμετρο άρχισε να «κοκκινίζει» επικίνδυνα στις τιμές κατά την τρίτη ημέρα της νόσησής του. Τα διαρκή τηλεφωνήματα με τη γραμμή όποιου πνευμονολόγου- ειδικού παθολόγου δεν ήταν κατειλημμένη, μου το έκαναν ξεκάθαρο: ή θα νοσηλευόταν άμεσα ή ήταν-κατά ένα μεγάλο ποσοστό- βέβαιο ότι θα υπήρχε μεγάλη επιδείνωση.

Κάπως έτσι πήρα την απόφαση να καλέσω αμέσως ασθενοφόρο παρά την τεράστια άρνησή του να κάνει εισαγωγή. Ευτυχώς, ο -ντυμένος σαν αστροναύτης- οδηγός μού επέτρεψε να πάω μαζί του. Η εικόνα που αντίκρισα στο νοσοκομείο, ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Οι ΜΕΘ ήταν ασφυκτικά γεμάτες και τα πρόσωπα των ασθενών που περίμεναν στις ουρές των διαδρόμων, γεμάτα τρόμο και απόγνωση.

Η δική μου είσοδος στο νοσοκομείο φυσικά ήταν υπό περιορισμό καθώς υπήρχαν ζώνες ασθενών και μη. Ένα τοπίο που θύμιζε το νησί- φρούριο, τη Σπιναλόγκα.

Εκείνα τα λεπτά ήταν και τα τελευταία που είδα από μακριά τον πατέρα μου όσο τον μετέφεραν σε άλλον διάδρομο. Δυσκολευόμουν να επεξεργαστώ την ιδέα ότι δεν θα μπορώ να τον καλώ στο τηλέφωνο αλλά απεναντίας, θα μιλώ κάθε μέρα με έναν διαφορετικό γιατρό όποτε φυσικά αυτό ήταν δυνατό. Υπήρχαν μέρες που καλούσα το σταθερό που μου είχαν δώσει χωρίς να λαμβάνω καμία απάντηση. Και αυτό ήταν ό,τι χειρότερο για τις σκέψεις και τα σενάρια που γίνονταν θηρίο.

Εκείνες τις ημέρες που ακολούθησαν, βρήκα κάπου ανάμεσα στην απελπισία, τον φόβο, τον κρύο ιδρώτα που με έκοβε κάθε φορά που η κλήση μου έμενε αναπάντητη, τη μεγαλύτερη δύναμη που κρύβει μέσα της η ανθρώπινη φύση. Κάθε φορά που γονάτιζα εκλιπαρόντας κάτω από τις εικόνες των Αγίων, έπαιρνα ένα τεράστιο κουράγιο από εκείνη την ανώτερη δύναμη που όσο κι αν κανείς αρνείται, αιωρείται σαν πέπλο από πάνω μας και μας κατευθύνει όσο εμείς αιωρούμαστε μεταξύ κενού και αβεβαιότητας.

Η κατάληξη της όλης περιπέτειας στη δική μου περίπτωση, ήταν αίσια καθώς είχα την τύχη να αντικρίσω ξανά το πρόσωπο του πατέρα μου. Έναν μήνα μετά, μπόρεσα να του σφίξω (ίσως για πρώτη φορά) τα χέρια και να τον ευχαριστήσω που τα κατάφερε. Μπόρεσα να καταλάβω για τη σχέση μας όσα δεν με άφηνε να συνειδητοποιήσω εδώ και χρόνια. Και αυτό είναι ένα μάθημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ από την εμπειρία μου με τον Covid και από τη βίαιη εγκαθίδρυσή του στις ζωές μας.

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: pexels.com

SHARE THE STORY